Παρασκευή 24 Μαΐου 2024

Death is nonthing at all Ο Θάνατος δεν είναι τίποτα απολύτω΄ς

Πρίν κάποια χρόνια έχασα αγαπημένη αδελφή σε τροχαίο στην Αμερική. Όταν κάναμε τα σαράντα της στην Αγία Παρασκευή στα Φαρακλάτα, ήθελα να της αφιερώσω το παρακάτω ποίημα που μετέφρασα από την Αγγλική, αλλά με έπνιγε κόμπος και δεν μπορούσα να μιλήσω. Ο Διονύσης Κωνσταντάκης που έψαλε στη μνήμη της καί  σήμερα τον αποχαιρετάμε ,  το διάβασε εκ μέρους μου. Είναι ένα ποίημα πού φέρνει παρηγοριά. Το αφιερώνω στη μνήμη του και στα αγαπημένα του παιδιά.

                                          Ο Θάνατος δέν είναι τίποτα απολύτως.                                                                                                     Δέν μετράει. Έχει καταπατηθεί απο τον Χριστό.


                 Έχω μόνο ξεγλυστρήσει στο διπλανό δωμάτιο. Εγώ είμαι εγώ  και εσείς είστε εσείς.                            Όλα παραμένουν ώς είχαν. Να με καλείτε με τ'όνομά μου με το γνωστό σας ήρεμο                            τρόπο χωρίς ίχνος θλίψης στην καρδιά σας.                                                                             

                   Να γελάτε όπως γελούσαμε μαζί με τα μικρά μας αστεία.                                                                         Νά τραγουδάτε, να χορεύετε, να με θυμάστε χωρίς δάκρυα , χωρίς σκιές                                             χωρίς φαντάσματα θανάτου.

                  Η Ζωή σημαίνει όλα όσα πάντα σήμαινε. Εγώ απλά κάνω ένα διάλειμμα από σάς.                            Κάπου κοντά. Πολύ κοντά. Μόλις στη διπλανή γωνία.  Καί από δώ πού βρίσκομαι                            μπορώ να σάς πώ με βεβαιότητα. Ναί. Υπάρχει απόλυτη και αδιάσπαστη συνέχεια.                           Αγαπημένοι μου, Όλα εδώ Βαίνουν Καλώς. 

                  

Παρασκευή 29 Μαρτίου 2024

Δημοτικόν Σχολείον Φαρακλάτων

 Στίς Εθνικές μας Γιορτές εκτός από τα ποιήματα παίζαμε καί παραστάσεις ανάλογες με την επέτειο. Τα αγόρια δεν ήθελαν συνήθως να παίζουν και όλα ξεχνούσαν το κείμενο τών ρόλων τους και μάς χάλαγαν όλο το θεατρικό. Γιατί πραγματικά παίζαμε κανονικό Θέατρο. Στην Πέμπτη Τάξη ο αείμνηστος δάσκαλός μας Γιάννης Γεωργόπουλος και η γυναίκα του και διευθύντριά μας κυρία Θεούλα Παπαναστασάτου, αποφάσισαν για την 25η Μαρτίου να δώσουν όλους τους ρόλους σε κορίτσια. Σέ μένα έδιναν πάντα δύσκολο πρωταγωνιστικό θάλεγα ρόλο, γιατί θυμόμουν όλο το κείμενο απ΄εξω και ανακατωτά, όχι μόνο το δικό μου αλλά και των συμπρωταγωνιστών μου και με τρόπο τούς έκανα τον υποβολέα επί σκηνής.  Βρισκόμαστε στό έτος 1956 καί παίζουμε τον Αθανάσιο Διάκο. Μόνο κορίτσια ντυμένα τσολιάδες. Αθανάσιος Διάκος εγώ, Λυκούδη Γεωργία του Σπυρίδωνος τότε Πολλάτου σήμερα, Μάνα μου η Λυκούδη Ευτυχία του Ανέστη Κοσμάτου σήμερα. Αδελφός μου Μήτρος η Λυκούδη Ευαγγελία του Ιωάννου Κρεμύδα σήμερα και πολλά άλλα κορίτσια σε μικρότερους ρόλους. Το άνοιγμα της Αυλαίας μας έβρισκε κάτω από τη σκιά ενός δένδρου να ξαποσταίνουμε και να ξεκλέβουμε λίγο ύπνο. Πάντοτε κάποιος φύλαγε σκοπιά για τυχόν παρουσία Τουρκαλάδων. Λέω εγώ στον αδελφό μου <<Ανέβα Μήτρε στου βουνού κατάκορφα τη ράχη. Πάρε το μάτι τ'αετού καί τ'αλαφιού το πόδι και την αγρύπνια του λαγού και στήσε καραούλι. Κι'άν δείς ομάδες  των εχθρών μ' 'άλογα και πεζούρα με τον Κιοσέ Μεχμέτ  πασά τον ύπνο μη μου κόψεις. Στάσου πολέμα μοναχός. Μα άν δείς μές' το φουσάτο να πιλαλάει τ'άλογο τ'Ομέρ πασά Βρυώνη, πέτα ροβόλα κράξε με. Σύρε με την ευχή μου. >> Δεν θα σας  πώ όλο το κείμενο το οποίο θυμάμαι κατά γράμμα γιατί θα σας κουράσω. Θα σταθώ στην επιστροφή του Μήτρου πού ορμάει τραυματισμένος και μου λέει ότι πλησιάζει ο Ομέρ Βρυώνης. <<Χτυπήθηκες αδελφέ μου>>? τον ρωτώ. Ανοίγω μια παρένθεση εδώ να σας πω΄ότι  Η Ευαγγελία Λυκούδη-Κρεμύδα δεν μπορούσε να πεί με τίποτα το γράμμα Ξου. το έλεγε Τσου. Έπρεπε λοιπόν να μου πεί <<¨Ενα βόλι με πήρε ξώπετσα στο πλευρό Διάκο, κι' ο δρόμος μου ξάναψε τη λαβωματιά>>Αντί αυτού μού έλεγε <<¨Ενα βόλι με πήρε τσόπετσα στο πλευρό Διάκο κι' ο δρόμος μου τσάναψε τη λαβωματιά>>.Στίς πρόβες τού έργου όλη η τάξη αλλά καί  εγώ δεν μπορούσαμε να σταματήσουμε τα γέλια. <<Αλλοίμονό σου αν γελάσεις στην επίσημη Γιορτή>> μού έλεγε ο Δάσκαλος. Τα κατάφερα ως επαγγελματίας ηθοποιός να μη γελάσω καθόλου. Μπράβο μου δηλαδή. Η αγαπητή Ευαγγελία μέσα στην αγωνία των εισιτηρίων εξετάσεων για το Γυμνάσιο κατάφερε  επιτέλους να λέει από τότε ξεκάθαρα το γράμμα Ξου. 

Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2024

Ντάμα στό Μπουφέ

 Μετά το σεισμό του 1953 ο πατέρας μου έστησε ένα ωραίο καφενείο το οποίο λειτούργησε από το 1953 μέχρι το 1961. Στρατιώτες τότε είχαν στρατοπεδεύσει στο χωριό μας τα Φαρακλάτα, καί παρέμειναν δύο χρόνια. Επίσης πολλά μαστόρια από την Ήπειρο καί άλλα μέρη της Ελλάδας, είχαν έλθει στο Νησί  λόγω ανοικοδόμησης. Άρχισε λοιπόν να βγαίνει μεροκάματο και αυτό οδηγούσε τούς νέους σε όμορφα γλέντια και χορούς. Ο πατέρας μου πέρα από το γραμμόφωνο με το τεράστιο χωνί και τον σκύλο ζωγραφιά (his master's voice) τα Σαββατόβραδα έφερνε ορχήστρα. Χαράς Ευαγγέλια δηλαδή για τα νιάτα. Τα κορίτσια όμως δύσκολα δέχονταν να χορέψουν με τούς νέους. Ίσως γιατί ντρέπονταν, ίσως γιατί δεν γουστάραν τον καβαλιέρο, ίσως γιατί ήταν πονηρούλες καί χαμηλοβλεπούσες. Μιά παραμονή Πρωτοχρονιάς αγκαζάρισαν το καφενείο μας μερικά παλληκάρια κυρίως Πολλάτοι πού έμεναν στο Αργοστόλι, Παυλάτοι που είχαν νταμάρι , και πολλοί άλλοι και για να σιγουρευτούν ότι όλοι θα έχουν ντάμες, και οι ωραίοι και οι άσχημοι, κατέφυγαν στο κόλπο ΝΤΑΜΑ ΣΤΟ ΜΠΟΥΦΕ. Αυτό σήμαινε ότι μετά από κάθε χορό η ντάμα συνοδευόμενη από τον καβαλιέρο της πήγαινε στο μπουφέ και έπαιρνε όποιο γλυκό της άρεσε. Εννοείται μπορούσε να τα πάρει καί σπίτι της για τα αδελφάκια της. Πόσα νά έτρωγε άλλωστε. Θα την έπιανε και το στομάχι της. Θυμάμαι υπέροχες περίτεχνες παστούλες όλων των ειδών από τη Βοσκοπούλα. Έτσι καμία δεν αρνιόταν να χορέψει γιατί το γλυκό ήταν πειρασμός πολυτελείας. Έβγαζε  ο πατέρας μου όλα τα τραπέζια και έβαζε γύρω γύρω στον τοίχο καρέκλες. Ένα μακρόστενο τραπέζι με τα γλυκά και γινόταν μια μεγάλη σάλα χορού. Αξέχαστες βραδυές. Δεκάχρονη εγώ γυρόφερνα με χόρευαν όλοι και μάζευα και εγώ τις παστούλες μου. Ο πρώτος που με δίδαξε χορό από τα 8 μου χρόνια ήταν ο Φάνης Πολλάτος (σέσουλας) πού έμελλε να γίνει και πρώτος μου ξάδελφος αφού παντρεύτηκα το Γιώργο Πολλάτο. Είμαι γεμάτη υπέροχες αναμνήσεις και αξέχαστες μικροχαρές. Είμαι αληθινά ευγνώμων .

Τρίτη 19 Σεπτεμβρίου 2023

Απομεινάρι Πολέμου


 Σκληρό πράγμα ο πόλεμος. Μόνο συμφορές αφήνει. Απομεινάρι τής εκτέλεσης της μεραρχίας Ακουί η καραβάνα της φωτογραφίας. Φέρει το όνομα του στρατιώτη . Βρέθηκε  στον τόπο της εκτέλεσης υπό των Γερμανών στα Φαρακλάτα  από την οποία επέζησε μόνο ο Άμμος Παμπαλόνη (καπετάν Κορέλις  κατά το σενάριο της ταινίας).  Στην επέτειο των 50 χρόνων από την εκτέλεση  της Ακουί είχαμε στο ξενοδοχείο Ιόνιαν Πλάζα μεγάλο αριθμό από στρατευμένα Ιταλάκια που υπηρετούσαν τη θητεία τους. Πολλοί επίσημοι ο τότε πρόεδρος της Ιταλικής Δημοκρατίας και ο δικός μας Κωστής Στεφανόπουλος και πολλοί άλλοι. Μείνανε αρκετές μέρες  τα φανταράκια  και τη μέρα της αναχώρησής τους  κατέβασαν τις αποσκευές τους στη ρεσεψιόν και πήγαν στην αίθουσα  του πρωινού.  Με ενημέρωσε η κοπέλα του ορόφου ότι από ένα δωμάτιο είχαν κλαπεί οι πετσέτες και οι πικέ λευκές κουβέρτες. Η υποχρέωσή μου στην εργοδοσία επέβαλε να ενημερώσω τον Λοχαγό τους για την κλοπή και να ανοιχτεί η βαλίτσα τους. Δέν μπορούσα να καταδώσω δύο φαντάρους που σίγουρα θα πέρναγαν στρατοδικείο για κάτι που κάνουν καί απλοί πολίτες στα ξενοδοχεία. Πήγα στο πρωινό και στο αυτί των δύο νεαρών στρατιωτών που μοιράζονταν το δωμάτιο 104 είπα με τα Ιταλικά μου να ανέβουν με τη βαλίτσα τους και να αφήσουν τα κλοπιμαία στη θέση τους. Όταν ανεχώρησαν το είπα στο εργοδότη μου τον αείμνηστο Βασίλη Βασιλάτο και μού έδωσε τη μεγάλη χαρά λέγοντάς μου <<Καλά έκαμες>>. Πρέπει να σας πώ ότι από τα τότε δύο φανταράκια,  λαβαίνω  ακόμα κάρτες  κάθε Πρωτοχρονιά.   Τούς θυμάμαι όπως ήταν τότε. Νέοι και ωραίοι.       

Τετάρτη 28 Ιουνίου 2023

Ένα ζευγάρι με επίθετο ΕΡΩΤΑΣ

Από αριστερά η Ελένη Έρωτα η μητέρα μου ο αδελφός μου και τα ανήψια μου και με την ποδιά ο Παντελής Έρωτας από τίς Οινούσες της Χίου.  Κατοικούσαν στο New Port News Virginia, σε παμπάλαιο τριόροφο τούβλινο κτίριο στον πρώτο όροφο, και οι Γονείς μου και εγώ νεαρή έφηβη μετανάστρια, κατοικούσαμε ακριβώς από πάνω τους. Η Χέλεν Ρωσίδα γεννημένη στην Αμερική και ο Πήτερ μετανάστης από τις Οινουσες. Η γειτονιά μας πολύ  όμορφη μέσα στο λιμάνι αλλά για φτωχαδάκια σαν εμάς με χαμηλό ενοίκιο. Το ζεύγος Έρωτα (η μάμ και ο πάπ για μένα) ήταν ζάπλουτοι αλλά η μάμ τρομερή τσιγκούνα. Δίπλα στο εμπορικό του αδελφού μου είχαν το εστιατόριό τους όπου και η φωτογραφία.  Για χρόνια την έτρωγε η υποψία ότι ο πάπ έστελνε κρυφά της χρήματα στίς αδελφές του στη Χίο. Πανέξυπνη γυναίκα με βοηθούσε πολύ στα μαθήματά μου μέχρι να μάθω τη γλώσσα και έτσι δεν έχασα καμία χρονιά. <<Μου τρώει το συκώτι  πού δεν μπορώ να διαβάσω τα γράμματα από τη Χίο της κουνιάδας μου της Ιορδάνας και της Μαρκέλας για να δώ αν τους στέλνει λεφτά ο Παντελής>> μού έλεγε. Αποφάσισε λοιπόν να πάει στο Ελληνικό Σχολείο με τα Ελληνόπουλα και τέλειωσε όλο το Δημοτικό με το Δέκα το Καλο. Από τότε έδινε στον πάπ μόνο για την εφημερίδα του και για τρία πούρα την ημέρα. Τέρμα τα τσέκια στη Χίο.  Ποτέ δεν έπλενε τα πιάτα. Ήταν δουλειά του πάπ, Συχνα τρώγαμε μαζι και την παρακαλούσα να τα πλύνω εγώ μα ήταν ανένδοτη. Κουβεντούλα εμείς και ο καημένος ο Παντελής στο νεροχύτη. Δίπλα του τού έκανε παρέα ο γάτος τους ο Λεωνίδας. Μόλις τέλειωνε έτριβε τα χέρια του ανακουφισμένος,  και έβγαζε τρείς ξεγυρισμένες νιαουριξιές ακριβώς σαν το γάτο τους. Αμέσως μετά νιαούριζε και ο Λεωνίδας. Μιά φορά που μας επισκέφτηκε ο αγαπημένος μου Νόνος και κάνανε παρέα με τον πάπ όταν επέστρεψε σπίτι του τούς έστειλε μιά ευχαριστήρια κάρτα για τις περιποιήσεις τους. Στην κάρτα καμάρωνε ένας πανέμορφος γάτος και έγραφε νιάου,νιάου, νιάου. Και ο νοών νοήτω. Μεγάλο πειραχτήριο ο νόνος μου.  Άγιες οι ψυχούλες τους. Ανήκουν στούς Θησαυρούς της μνήμης μου.


 

Τετάρτη 21 Ιουνίου 2023

Όνειρα απατηλά


 Τα φιλαράκια της φωτογραφίας από αριστερά Διονύσης Κωνσταντάκης και ο αδελφός μου Γεράσιμος Πολλάτος (μπούνος για τους φίλους του), το Μάρτη του 1955 πήραν το δρόμο του ξενιτεμού μαζί. Πριν επιβιβαστούν στο αεροπλάνο στο Ελληνικό για Νέα Υόρκη, φωτογραφήθηκαν. Στο New Port News Virginia, κατάφεραν να ανοίξουν ένα εμπορικό κατάστημα με πολλά είδη. Από ρούχα μέχρι και μαγνητόφωνα ραδιόφωνα και είδη προικός όλων των ειδών. Μέσα στο λιμάνι πού καθημερινά έμπαιναν εμπορικά πλοία από πολλές χώρες της Ευρώπης και  ανάμεσά τους πολλά Ελληνικά , οι Ναυτικοί ψώνιζαν αβέρτα. Οι Έλληνες προικιά για τις αδελφούλες τους και μαγνητόφωνα για τον εαυτό τους. Είχαν πιάσει την καλή λοιπόν τα δυό φιλαράκια και όλα πήγαιναν ρολόι. Μέχρι που ένας καπετάνιος Χιώτης ο Νίκος Μαλιαράκης πού το καράβι του πάντα  έμενε για μέρες στο λιμάνι, τούς έριξε την ιδέα να αγοράσουν ένα καράβι. Πράγματι πήραν και δάνειο και διέθεσαν ότι είχαν αποταμιεύσει για την αγορά του καραβιού. Ήταν μικρό σχετικά και δούλεψαν πολύ και οι δύο στις επισκευές που χρειάστηκαν. ΄Μέχρι να γίνουν όλα αυτά έφτασα και εγώ μετανάστρια στην Αμερική. Μόλις το είχαν ρίξει στο νερό και το είχαν βαφτίσει Γαλήνη. Θυμάμαι η τοπική Αμερικάνικη εφημερίδα είχε αφιερώσει Πρωτοσέλιδο. <<Δύο νεαροί Έλληνες μετανάστες αποφάσισαν να συναγωνιστούν τον Αριστοτέλη Ωνάση >> και άλλα πού δεν τα θυμάμαι. Στο πρώτο ταξίδι του μπαρκάρισαν και οι δύο γιά να δούν και πώς είναι το πλήρωμα αλλά την πέρασαν και οι δύο στο κρεβάτι με ναυτίες και εμετούς. Κούναγε δεν κούναγε αυτοί ξέρναγαν. Στη συνέχεια των ταξιδιών το πλήρωμα σε κάθε λιμάνι γινόταν στουπί στο μεθύσι και το εμπόρευμα δεν παραδινόταν ποτέ στην ώρα του. Με λίγα λόγια τούς το πήρε η Τράπεζα και έχασαν ότι είχαν και δεν είχαν. Πέρασαν πολύ δύσκολα μα παρέμειναν πάντα αγαπημένοι φίλοι και κράτησαν για χρόνια το κατάστημά τους με τούς υπέροχους ναυτικούς για πελάτες τους.  Το όνειρό τους όμως να γίνουν εφοπλιστές απεδείχθη ΄Ονειρο Απατηλο.

Τετάρτη 26 Απριλίου 2023

Η των μανάδων γλώσσα

 Η εισβολή τού  Αττίλα στην Κύπρο το 1974 ,  μάς βρήκε κατοίκους Νέας Υόρκης. Με την ορμή που μάς έδιναν  τα νιάτα μας αλλά καί το δίκιο μας , βγαίναμε στούς δρόμους με Σημαίες και πανό και βρίζαμε τους Τούρκους. Το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς διένυα  mia άτυχη εγγυμοσύνη μου. Ένα νεκρό πεντάμηνο έμβρυο δεν γεννιέται εύκολα. Ατέλειωτες βασανιστικές ώρες με τεχνητούς πόνους και απέραντη θλίψη. Ο Γιώργος έπρεπε να πάει στη δουλειά μας. Φύλακας Άγγελός μου η μάνα μου. Μία κατακλυσμιαία αιμορραγία που με έφερε κοντά στο θάνατο, με οδήγησε στο χειρουργείο. Η μάνα της οποίας η γνώση της Αγγλικής σταματούσε στο όνομα και τη διεύθυνσή της αγωνιούσε και όσο πέρναγαν ώρες με θεωρούσε πεθαμένη. Κάποια στιγμή ενώ βρισκόμουν στην ανάνηψη, μπήκε μιά γυναίκα με Αγγλικά όσα και εκείνα της μάνας μου και φώναζε το όνομά μου. Σήκωσα το χέρι μου και είδε ότι ζώ, Ήταν η καθαρίστρια πού καθάρισε το κρεβάτι μου και το δάπεδο πού ήταν αληθινό σφαγείο. Όταν με κουβάλησαν στο δωμάτιό μου τη βρήκα να έχει τη μάνα μου αγκαλιά και να την παρακαλεί να πιεί τον καφέ με το κουλούρι πού της είχε αγοράσει η ίδια. Μιλούσε σε μιά άγνωστη για μάς γλώσσα όμως η μάνα μου την καταλάβαινε καί είχε ηρεμήσει. Ίσως υπάρχει μιά ακόμα γλώσσα. Η ΤΩΝ ΜΑΝΑΔΩΝ ΓΛΩΣΣΑ κοινή για όλες τις μανάδες του κόσμου για να παρηγορούν η μία την άλλη όταν θρηνούν για τα παιδιά τους. Ήταν μιά γυναίκα μεσήλικη  Τουρκάλα μετανάστρια.  Δεν ευθύνονται οι λαοί για τούς τρελούς πού τούς κυβερνάνε και αφανίζουν με γενοκτονίες τόσες ψυχές. Και ποτέ δεν φταίνε οι μανάδες πού μόνο να αγαπούν ξέρουν.