<<Οκτώβριος 1920. Βαρδαραμάτου Διαμαντίνα του Σπυρίδωνος και της Ματίλδης. Μαθήτρια πρώτης 1ης τάξεως Δημοτικού Σχολείου Φαρακλάτων>>.
Πολλά χρόνια μετά έγινα το πέμπτο της παιδί καί το στερνοπούλι της. Μού έλεγε ότι στην πέμπτη και έκτη τάξη, είχε δάσκαλο τον Σπυράκη Κοσμάτο πατέρα της Σουσανίτσας και της Ελενίτσας. Δύο πανέμορφα κορίτσια πού πολλοί θα θυμούνται ότι έμεναν στο Αργοστόλι στη Δεβοσσέτου. Ο δάσκαλος λοιπόν ο οποίος ήταν και νονός της Διαμαντίνας, απαιτούσε από τα αγόρια της πέμπτης και της έκτης, να φοράνε σακκάκια . Άς ήταν τού πατέρα τους η αδελφού τους, ας ήταν μεγάλα τους, αρκεί να είναι πλυμένα και μπαλωμένα. Τα σακκάκια λόγω φτώχειας δεν ήταν εύκολη υπόθεση αλλά σεβαστές οι απαιτήσεις του δασκάλου μπάλωναν και ξαναμπάλωναν οι μανούλες της εποχής. Μιά μέρα λοιπόν συμμαθητής της μανούλας μου και πρώτος της ξάδελφος ο Βαγγέλης Λουράντος (του Καρούσου) πήγε σχολείο χωρίς σακκάκι. Εξοργισμένος ο Δάσκαλος ρώτησε τους λόγους και ο Βαγγέλης του είπε ότι το έπλυνε η μάνα του και ήταν βρεγμένο. Έστειλε λοιπόν τη Διαμαντίνα να επιβεβαιώσει άν έτσι έχουν τα πράγματα. Η μάνα του η Βασιλική ήταν αδελφή του πατέρα της. Τής είπε λοιπόν ότι το σακκάκι ήταν στεγνό και καθαρό αλλά αυτός αρνήθηκε να το φορέσει. Να το πείς του Δασκάλου σας. Πώς να προδώσει όμως τον συμμαθητή της πού ήταν καί πρώτος της ξάδελφος? Τον κάλυψε λοιπόν λέγοντας πώς όντως το σακκάκι ήταν μούσκεμα. Σε λίγο όμως όρμησε η θειά της η Βασιλική καί κατέδωσε το γιό της γιατί τού είχε πολλά μαζεμένα. Έφαγε ξύλο ο Βαγγέλης αλλά και η Μανούλα μου η οποία το έφερε βαρέως όλη της τη ζωή και δεν συγχώρησε ποτέ τον δάσκαλό της και Νονό της. Κέρδισε όμως τον θαυμασμό και την εκτίμηση των συμμαθητών της πού δεν έγινε ρουφιάνα. Με τον Βαγγέλη πού ζούσε στην Αθήνα αλλά ερχόταν καλοκαίρια στο χωριό μού έλεγαν την ιστορία τους με συγκίνηση και νοσταλγία.