Τα χρόνια που εμείς οι άνω των πενήντα μεγαλώναμε, ήταν
δύσκολα , και η καταφυγή στο γιατρό όταν αρρωσταίναμε, ήταν μια πολυτέλεια που δεν την είχαμε όλοι.
Τηλέφωνα δεν υπήρχαν, αυτοκίνητα στα χωριά μας δεν υπήρχαν και από μόνη της η
πρόσβαση στο γιατρό ήταν μέγα θέμα. Για να πάμε στο Αργοστόλι με το γαϊδαράκο
μας κάναμε περισσότερο από μια ώρα. Χειμώνας και κρυωμένοι κινδυνεύαμε
διαβαίνοντας τον Πόντε όσο και να μας κουκούλωναν να πάθουμε πνευμονία. Επί
πλέον δεν υπήρχε και το χρήμα. Έτσι οι μανάδες μας το πάλευαν με δικά τους
γιατροσόφια. Βότανα διάφορα, κομπρέσες ζεστές από σινάπι και λιναρόσπορο,
εντριβές και πάνω από όλα Βεντούζες. Και ποιός δεν τις ξέρει. Ήταν δύο ειδών
βεντούζες. Οι κούφιες η αναιμικές (αναίμακτες δηλαδή) και οι κοφτές που
σήμαιναν κανονικό μικροχειρουργείο. Έξι βεντούζες χρειάζονταν για την ιατρική
πράξη, ένα πιρούνι,βαμβάκι, οινόπνευμα μπλέ και ένα ξυραφάκι ξυρίσματος. Η μάνα
έδενε στο πιρούνι άφθονο βαμβάκι το οποίο βούταγε στο οινόπνευμα έπιανε μία μία
τις βεντούζες τις ζέσταινε τόσο που να μην κάνουν έγκαυμα και τις κόλλαγε στην
πλάτη μας κατά μήκος των ώμων με προσοχή να μην πλησιάσουν την σπονδυλική μας
στήλη. Μία μία που κρύωνε την ξαναζέσταινε στο πιρούνι και συνέχιζε το βιολί για
πολλή ώρα. Μπάκα μπούκου κάνανε σε κάθε τράβηγμα και έναν ήχο που θύμιζε
τολμηρό φιλί. Αν έκρινε ότι το κρύωμα ήταν βαρύ στο τέλος έπιανε το ξυράφι και
έκανε μία τομή αριστερά και μία δεξιά στις ωμοπλάτες και κόλλαγε από μία
βεντούζα και τις άφηνε να τραβήξουν αρκετό αίμα. Δεν ήταν εύκολη επέμβαση ούτε
για τις μανάδες ούτε για μας τα παιδιά διότι η ξυραφιά πόναγε και δεν ήθελαν
να μας πονέσουν οι μανούλες μας αλλά ήταν ο τρόπος τους να μας γιατρέψουν. Η
δική μου δεν με αιφνιδίασε ποτέ. Μου έλεγε ότι πρέπει να μου βγάλει λίγο αίμα
για να γίνω καλά. Τα γλυκά της λόγια γεμάτα αγάπη με έπειθαν και της
παραδινόμουν άνευ όρων. Όταν τέλειωνε το μακελειό μού έβαζε πάνω στις κοψιές
του ξυραφιού ζεστό λάδι του καντηλιού μας με σκέπαζε, με γέμιζε φιλιά και το
πρωί ήμουνα καλά. Είμαι σίγουρη πώς περισσότερο από τα γιατροσόφια της με γιάτρευε η απέραντη
αγάπη της. Υπάρχουν κάποιοι που και σήμερα πιστεύουν και επιζητούν τις
βεντούζες και πρέπει να έχουν δίκιο γιατί αυτή η υπεραιμία που προκαλούν δεν
βλάπτει. Το επιβεβαιώνει η φωτογραφία
που είναι όπως βλέπετε πρόσφατη και μου
την έδωσε η φίλη μου Αναστασία Πολλάτου (μαβρατζου). Ο άρρωστος είναι ο άνδρας της αδελφής της ο Μπάμπης ο Μακρής. Η
αντανάκλαση της φλόγας μέσα από τη βεντούζα φαίνεται στην πλάτη του. Θυμάμαι
που τα αιματώματα που άφηναν στην πλάτη μας όπως ήταν επόμενο, οι μανάδες τα
εξηγούσαν ως το σκοτωμένο άρρωστο αίμα που έπρεπε να βγεί. Το κουζουλό που λένε
οι Κρητικοί. Μανάδες φτωχές και βασανισμένες μα υπερήφανες και μοναδικές. Είθε
να είναι όλες δίπλα στον Μεγαλοδύναμο όπως τούς αρμόζει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου