Ο πατέρας μου ήταν πολέμιος του χορού και του γλεντιού. Ιδιαίτερα σοβαρός ίσως και λίγο ντροπαλός δεν πήγαινε ποτέ στα χορευτικά δρώμενα του χωριού μας. Με το που άνοιγε λοιπόν το Τριώδιο άρχιζε τις φοβέρες. Μια που είχαν μεταναστεύσει τα αδέλφια μου και είχα μείνει μοναχοπαίδι, οι φοβέρες προορίζονταν αποκλειστικά για μένα. <<Προσέξτε καλά μη σας δώ μες στους δρόμους να χορεύετε σα μόμολες. Δεν θέλω η θυγατέρα μου να γίνει τραγουδίστρα και χορεύτρα. Θέλω μόνο να μάθει γράμματα. Αν πάτε θα σας κόψω τα πόδια>>. Κοριτσάκι εγώ έκλαιγα για μέρες. << Άστονε να λέει παιδάκι μου τον πατέρα σου. Εμείς θα πάμε και θα μείνει στην κακιά του χάρη>> μέ παρηγόραε η μάνα. Και έτσι γινόταν κάθε χρόνο. Πέρναγε από το χοροστασιό μάς έριχνε άγριες ματιές μα ποτέ δεν μας τράβηξε για το σπίτι. Ξέραμε όμως ότι στό σπίτι μας περίμενε καυγάς βαρύς. Μόνο λόγια βέβαια γιατί ποτέ δεν φάγαμε από τον πατέρα μας ούτε χαστούκι. Η μάνα φρόντιζε για τα ησυχώτερα. Μη μας ακούσει και η γειτονιά πού κρυφάκουγε.
Επιστρέφαμε λίγο πριν γυρίσει ο πατέρας από το καφενείο. Η μάνα ξάπλωνε στο κρεβάτι δίπλα σε μια καρέκλα είχε μια λεκάνη με νερό και εγώ έβρεχα μια καθαρή πετσέτα, την έστιβα καλά και την έβαζα στο κεφάλι της (σύμφωνα με τις οδηγίες της).Κολπάκια δηλαδή. Με το πού έμπαινε ο πατέρας και βρυχάτο σαν θηρίο ανήμερο, μόλις έβλεπε τη μάνα με την πετσέτα στο κεφάλι και εμένα με ύφος μικρού ορφανού, πάγωνε. <<Τι συμβαίνει Διαμαντίνα μου>>? <<Δεν καταλαβαίνεις Σπύρο μου τι συμβαίνει? Τα καταραμένα γυναικολογικά μου>>. Μαγικές λέξεις και το θηρίο μας γινόταν αρνάκι. Κάθε χρόνο η ίδια ιστορία παιζόταν για να μη στεναχωρηθώ εγώ αλλά και γιατί η μάνα λάτρευε το γλέντι. Το περίεργο είναι ότι στα βαθειά του γεράματα ο πατέρας πού ίσως έχανε λίγο λάδια, τραγουδούσε με στεντόρια φωνή παλιά τραγούδια με προτίμηση στο <<σαν πάει με το γαϊδουράκι τα φρούτα της στην αγορά>> και χόρευε φοξ τρότ τέλεια. Γονείς μου λατρεμμένοι Άγια η Ψυχούλα σας.
Επιστρέφαμε λίγο πριν γυρίσει ο πατέρας από το καφενείο. Η μάνα ξάπλωνε στο κρεβάτι δίπλα σε μια καρέκλα είχε μια λεκάνη με νερό και εγώ έβρεχα μια καθαρή πετσέτα, την έστιβα καλά και την έβαζα στο κεφάλι της (σύμφωνα με τις οδηγίες της).Κολπάκια δηλαδή. Με το πού έμπαινε ο πατέρας και βρυχάτο σαν θηρίο ανήμερο, μόλις έβλεπε τη μάνα με την πετσέτα στο κεφάλι και εμένα με ύφος μικρού ορφανού, πάγωνε. <<Τι συμβαίνει Διαμαντίνα μου>>? <<Δεν καταλαβαίνεις Σπύρο μου τι συμβαίνει? Τα καταραμένα γυναικολογικά μου>>. Μαγικές λέξεις και το θηρίο μας γινόταν αρνάκι. Κάθε χρόνο η ίδια ιστορία παιζόταν για να μη στεναχωρηθώ εγώ αλλά και γιατί η μάνα λάτρευε το γλέντι. Το περίεργο είναι ότι στα βαθειά του γεράματα ο πατέρας πού ίσως έχανε λίγο λάδια, τραγουδούσε με στεντόρια φωνή παλιά τραγούδια με προτίμηση στο <<σαν πάει με το γαϊδουράκι τα φρούτα της στην αγορά>> και χόρευε φοξ τρότ τέλεια. Γονείς μου λατρεμμένοι Άγια η Ψυχούλα σας.
Ωραία η διήγησή σου Γεωργία μου. Τον καιρό εκείνο έτσι ήταν ο πατεράδες στο χωριό....
ΑπάντησηΔιαγραφήΠερασμένα και όμως τα θυμόμαστε ακόμα μεψρι τέλους
Χαιρετώ σε
Γαβριήλ