Aπό αρχές του Μάη έως και τα μέσα του Οκτώβρη ανελειπώς ακόμη
και τις σκοτεινές αφέγγαρες βραδιές μετά το δείπνο μας βγαίναμε στη γειτονιά
για παρέα και κουβεντούλα. Η μάνα δεν παρέλειπε ποτέ να μας πεί <<πάρτε μαζί σας το λαδοφάναρο για να
βλέπουμε να γυρίσουμε σπίτι μας>>. Καθισμένες στην αράδα σε ένα τεράστιο
πατερό είκοσι και περισσότερες γυναίκες όλων των ηλικιών και μείς τα παιδιά
χωμένα μες τα βελέσια τους (φουστάνια τους) ήσυχα -ήσυχα ακούγαμε τις ιστορίες
τους. Πρωτοκαθεδρία για να την ακούμε καλά στο κέντρο του πατεροὐ η κουτσομπόλα
του χωριού. Το παρατσούκλι της ήταν Κυρία Μπερλίνα. Ποτέ δεν φανέρωνε τις πηγές
των πληροφοριών της. Μου τόπε ένας άνδρας έλεγε. Αυτό ανέβαζε πολύ το κύρος και
την αξιοπιστία της...... Γλυκιές μου γριούλες με τα μονίμως κατουρημένα βρακιά
σας παρόλο που η αμμωνία έκανε τα μάτια μου να δακρύζουν και το στομάχι μου να
ανακατώνεται με τον καιρό οι μυρωδιές σας μου έγιναν γνώριμες και σχεδόν
ευχάριστες έδιναν μια αίσθηση ασφάλειας. Μύριζαν Ζωή. Κάμποσα μέτρα μακρυά μας στό Βράχο, ήταν η γειτονιά των ανδρών. Τριάντα και βάλε γέροι νέοι παιδιά ξάπλα στίς
πέτρες . Αναμνήσεις από το Αλβανικό μέτωπο ντροπές για τον εμφύλιο βρισιές για
τους πολιτικούς μα και κανταδούλες. Γύρω στα μεσάνυχτα άρχιζαν οι ομοβροντίες
της φασολάδας και της ρεβυθάδας. Που αμολύσει τη δυνατώτερη κλανιά. Οι
αναθυμιάσεις έφταναν και σε μας όσο και να κλείναμε τις μύτες μας. Ο
γεροντότερος από όλους ο μπάρμπα Νιόνιος κρατούσε σιγή ιχθύος. <<Τι θα
γίνει ρε μπάρμπα>> τον ρώταγαν <<δεν θα ρίξεις και συ καμία?>>
<< Κάτι θα
κάμω>> τους έλεγε. Και όταν σιγουρευόταν ότι επικρατούσε απόλυτη
ησυχία άφηνε τη δική του κανονιά. Μία και μοναδική. Τέτοια που τρόμαζαν τα
σκυλιά και γαυγίζανε όλα μαζί. Ακόμα και τα κοκκόρια ξύπναγαν και λαλούσαν
εκτός ωραρίου. Γινόταν χαμός από τα χάχανα των ανδρών που πολλές φορές το πρωί
τους έβρισκε να κοιμούνται στις πέτρες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου