Όταν πέθανε η εκ πατρός γιαγιά μου (η γλυκειά μου νόνα Χριστοθέα) ήμουν 12 χρονών. Μοιραζόμασταν ένα μικρό δωματιάκι, με τα κρεβάτια μας σε απόσταση αναπνοής. Πολλές νύχτες μετά από φασολάδες (συχνό πιάτο της φτώχειας), λόγω της ηλικίας της η ανάγκη της να ανακουφιστεί, υπερίσχυε των κανόνων καλής συμπεριφοράς, και αμόλαγε ξεγυρισμένες ομοβροντίες. Ξύπναγα όχι τόσο από τις κανονιές αλλά από την απαίσια μυρωδιά που τρύπωνε στα ρουθούνια μου. Έξαλλη της έλεγα <<Αύριο θα πώ της μάνας να κουβαλήσει το κρεβάτι μου στο σταύλο. Θα κοιμάμαι με το γάϊδαρό μας τον Δημοκράτη και τη γουρούνα μας την Καλλιρόη>>. Γέλαγε καλωσυνάτα και μου έλεγε <<Έλα τώρα κλείσε τα μάτια σου και θα σού πώ το τραγούδι της πορδής που μούλεγε η δικιά μου νόνα>>. Δεν το άκουσα ποτέ ολόκληρο γιατί μέ έπαιρνε αμέσως ο ύπνος. Πρίν λίγες μέρες το έλεγα στην υπέργηρη γειτόνισσά μου Λαμπρούλα Πολλάτου 93 χρονών και μού είπε ότι και η δικιά της νόνα τής έλεγε το τραγούδι της πορδής. Όχι μόνο το θυμάται αλλά και το έγραψε σε σχολικό της τετράδιο το οποίο ακόμα έχει. Μού το έδωσε η κόρη της Μαρία και το μοιράζομαι μαζί σας γιά να θυμηθούμε όλοι μαζί υπέροχες νόνες καί προνόνες μιάς μακρυνής απλούστερης εποχής. Τότε που τα παιδιά κοιμόνταν με τις νόνες τους και έπαιρναν και έδιναν πολλή αγάπη. Τόση που και η μυρωδιά της πορδής ξεχνιόταν γρήγορα.
Πορδούλα καλώς εφάνης να ζήσει εκείνος πού σέ βγάνει.
ή βροντιστούλα ή φυσιστούλα, να χαιρετιέσαι πρέπει όταν βγαίνεις
γιατί πλούσιος Λόρδος καί Μεγάλος, άν είχε κλάσει δεν θάχε σκάσει.
Πορδούλα καλώς εφάνης να ζήσει εκείνος πού σέ βγάνει.
ή βροντιστούλα ή φυσιστούλα, να χαιρετιέσαι πρέπει όταν βγαίνεις
γιατί πλούσιος Λόρδος καί Μεγάλος, άν είχε κλάσει δεν θάχε σκάσει.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου