Πέμπτη 26 Οκτωβρίου 2017

Αναμνήσεις


Χθές ανέβηκα στην τοποθεσία <<λάκκοι>> που η δύση του Ήλιου από εκεί είναι μια αποκάλυψη.  Είναι από τα αγαπημένα μου κομάτια και ανεβαίνω συχνά. Το εκκλησάκι Άγιος Κοσμάς Ο Αιτωλός της οικογένειας του Γιώργου Παπαναστασάτου, με γαληνεύει. Δεν μπορώ να μπώ να ανάψω κερί αλλά έτσι που το αντικρύζω κατάλευκο και λιτό, στέκομαι πάντα και σταυροκοπιέμαι. Παρόλο που δεν υπάρχει άνθρωπος , δεν φοβάμαι καθόλου. Υπάρχουν αρκετά αμπέλια φροντισμένα (κάποτε είχαμε και εμείς), όμορφες κουκουμαριές, και μερικά γραφικά σπιτόπουλα.
Κυρίως αναμνήσεις από τότε που από δύσβατα μονοπάτια ανεβαίναμε για τον τρύγο. Από το χάραμα με το Γαιδαράκο μας το Δημοκράτη η μάνα στο σαμάρι και εγώ στον πισινό του. Πολλές ιστορίες από τη μάνα μου για αυτό το βουνό που τα χρόνια της απόλυτης φτώχειας, ανέβαινε μαζί με τη Ωραία Κωνσταντάκη (γιαγιά εκ μητρός του Γιώργου  Παπαναστασάτου),  και έκοβαν ξύλα ,για τους φούρνους του Αργοστολιού. Φόρτωναν τα ζωντανά τους, έβαζαν και στο κεφάλι τους δεμάτι, με μοναδική αμοιβή ψωμί για τα παιδιά τους. Όταν επιστρέψαμε από την ξενιτιά μέχρι τα βαθιά της γεράματα συχνά μου ζήταγε η μάνα μου να την πάω στους λάκκους βόλτα. Πάντα μου μίλαγε για την εποχή που έκοβαν τα ξύλα με τη φίλη της και πάντοτε έκλαιγε. <<Παιδάκι μου αν ψάξουν σε τούτο το λόγγο θα βρούν  γενετικό υλικό δικό μου και της φιλενάδας μου της Ωραίας. Εδώ έχουν μείνει οι πέτσες μας που μας έσκιζαν τα περνάρια και από τις πατούσες μας αίμα από τα τρύπια μας παπούτσια. Μού έλεγε ότι πολλές φορές πήγαινε τα ξύλα της στο φούρνο του Παπαντωνάτου  ο οποίος είχε βαφτίσει τον αδελφό μου. Δεν τον ρώταγε αν θέλει ξύλα γιατί ποτέ δεν της έλεγε ναι. Τα ξεφόρτωνε, έμπαινε μέσα και του έλεγε <<κουμπάρε τα ξεφόρτωσα και πίσω δεν τα παίρνω >> <<Να πάρει ο διάολος τον Άη-Γιάννη σου>> της βλαστήμαγε. Τον Βαφτιστή ενοούσε λόγω της κουμπαριάς τους. <<Άς τον πάρει και ας τονέ σηκώσει. Τι με νοιάζει εμένανε κουμπάρε μου. Εσύ θα πάς στη κόλαση που βλαστημάς. Δώσε μου τα ψωμιά μου να πάω στα παιδάκια μου>>. Να εξηγήσω ότι ο Παπαντωνάτος ήταν καλός και υπεραγαπούσε τον αδελφό μου αλλά του πηγαίνανε τόσα ξύλα που αγανακτούσε και  με το δίκιο του.
Βρήκα αυτή τη φωτογραφία από τη μάνα μου Διαμαντίνα Λυκούδη με τη φίλη της Ωραία Κωνσταντάκη που βγήκε το 1954 κατά την ανοικοδόμηση και έκαναν και εκείνες τα μαστόρια.

1 σχόλιο:

  1. Τι να σου πω Γεωργία Ανοίγεις νοσταλγικές μνήμες (κάποτε είχαμε και εμείς), όλοι μας είχαμε κάποτε και αμπέλια και λάδια και κρασί και νοικοκυραίοι με τα ουλα μας, Ποιος φταίει που σκορπίσαμε σαν την εβραίηκη διασπορά. Ο Πόλεμος, ο εμφύλιος, έφερε ανέχεια μετά άμα φύγεις και βάλεις ρίζες στα ξένα είναι τόσο δύσκολα ο γυρισμός.....

    ΑπάντησηΔιαγραφή