Η ανάρτηση στο Κομπόγιο του φίλου Μάκη Τζουγανάτου, μού θύμησε μια ιστορία πού μού έλεγε στην Αμερική, η εκ μητρός αγαπημένη Νόνα μου Ματίλδη. Την παραθέτω όπως ακριβώς μου την εξιστορούσε χρόνια και χρόνια κάθε 25η Μαρτίου.
<<Το 1919 παιδάκι μου, λόγω τση φτώχειας, ο Νόνος σου επήρε τουν εματιώνε του για Αμερική και με άφησε πίσω με τρία κοριτσάκια και τη γριά μάνα του. Εκείνη τη χρονιά που έφυγε τρικούβερτη φτώχεια, δεν είχα τον τρόπο να αγοράσω ούτε μπακαλάο ούτε κουφεσι, και έκαμα τη σκορδαλιά μόνο με λάχανα του κήπου μου. Στο διπλανό σπίτι από το δικό μας έμενε ο κουνιάδος μου ο Χριστάκης. Η συνυφάδα μου η Ρήνη κάθε απόγιομα ντάκα-ντούκα εκοπάνιζε το κουφέσι και μετά τόβανε στο μόσκιο σαν το μπακαλάο. Όλη η γειτονιά εκοπάνιζε τα κουφέσια της. Εγώ έβγαζα στην αυλή ένα παλιὀ άχρηστο παπούτσι και ντάκα -ντούκα το κοπάνιζα. Δεν ήθελα να με λυπούνται. Η μάνα σου ήτανε 5 χρονών και την είχα συμβουλέψει να μη πεί σε κανέναν τίποτα για το παπούτσι. Η σκρόφα όμως η συνυφάδα μου την ψάρεψε από δώ την ψάρεψε από κεί και τση το μαρτύρησε. Πήρα μεγάλη στεναχώρια γιατί δεν ήθελα να ξέρουν ότι ζούσαμε τόση φτώχεια>>. <<Δεν πιστεύω νόνα να μου ξυλοφόρτωσες τη μάνα μου>> τη ρώταγα. <<Όχι ποτέ δεν άπλωσα χέρι στα παιδιά μου αλλά πικράθηκα πολύ πού έγινε η καρδιά της συνυφάδας μου περιβόλι>> Τόσα χρόνια μετά το θυμόταν με την ίδια πικρία. Γλυκειά μου Νόνα μέσα στη φτώχεια η υπερήφανη αξιοπρέπεια δε χάθηκε ποτέ.
<<Το 1919 παιδάκι μου, λόγω τση φτώχειας, ο Νόνος σου επήρε τουν εματιώνε του για Αμερική και με άφησε πίσω με τρία κοριτσάκια και τη γριά μάνα του. Εκείνη τη χρονιά που έφυγε τρικούβερτη φτώχεια, δεν είχα τον τρόπο να αγοράσω ούτε μπακαλάο ούτε κουφεσι, και έκαμα τη σκορδαλιά μόνο με λάχανα του κήπου μου. Στο διπλανό σπίτι από το δικό μας έμενε ο κουνιάδος μου ο Χριστάκης. Η συνυφάδα μου η Ρήνη κάθε απόγιομα ντάκα-ντούκα εκοπάνιζε το κουφέσι και μετά τόβανε στο μόσκιο σαν το μπακαλάο. Όλη η γειτονιά εκοπάνιζε τα κουφέσια της. Εγώ έβγαζα στην αυλή ένα παλιὀ άχρηστο παπούτσι και ντάκα -ντούκα το κοπάνιζα. Δεν ήθελα να με λυπούνται. Η μάνα σου ήτανε 5 χρονών και την είχα συμβουλέψει να μη πεί σε κανέναν τίποτα για το παπούτσι. Η σκρόφα όμως η συνυφάδα μου την ψάρεψε από δώ την ψάρεψε από κεί και τση το μαρτύρησε. Πήρα μεγάλη στεναχώρια γιατί δεν ήθελα να ξέρουν ότι ζούσαμε τόση φτώχεια>>. <<Δεν πιστεύω νόνα να μου ξυλοφόρτωσες τη μάνα μου>> τη ρώταγα. <<Όχι ποτέ δεν άπλωσα χέρι στα παιδιά μου αλλά πικράθηκα πολύ πού έγινε η καρδιά της συνυφάδας μου περιβόλι>> Τόσα χρόνια μετά το θυμόταν με την ίδια πικρία. Γλυκειά μου Νόνα μέσα στη φτώχεια η υπερήφανη αξιοπρέπεια δε χάθηκε ποτέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου