Ο πατέρας μου μού είχε αναθέσει δύο πολύ ευχάριστες δουλειές
γιά ολόκληρο το καλοκαίρι. Να πηγαίνω το μεσημέρι έξω από το καφενείο μας και να
περιμένω το αυτοκίνητο πού έφερνε την κολώνα του πάγου. Ήταν μια
δουλειά που έκανα χωρίς ίχνος διαμαρτυρίας γιατί έβαζα χέρι σε όλα τα καλούδια
του καφενείου με ιδιαίτερη προτίμηση στην υποβρύχια βανίλια που την λάτρευα. Το
βράδυ κυρίως τα Σαββατόβραδα και τις Κυριακές άναβα τις λάμπες αμίαντου που τις
κρεμάγαμε ψηλά σε σκοινί χιαστό και φέγγανε μιά χαρά. Σε τακτά διαστήματα
βέβαια θέλανε τρομπάρισμα για να δυναμώνει η απόδοσή τους. Φροντίδα δική μου
επίσης ήταν να κάθομαι δίπλα στο γραμμόφωνο με το τεράστιο χωνί <<His masters voice>> και να το
κουρδίζω με τη μανιβέλα του για να μην χάνεται το τέμπο της μουσικής. Με αυτά
τα απλά χειροκίνητα μέσα γίνονταν γλέντια αξέχαστα. Στις γιορτές ο πατέρας μου
έφερνε και ορχήστρα από το Αργοστόλι και με τα φανταράκια γινόταν χαμός. Γιά
πρώτη φορά τότε είδα να χωρεύουν χασάπικο και με μάγεψε. Αυτές τις χαρές δεν
τις ξέχασα ποτέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου