Όλο το χειμώνα το πατερό μας έρημο και μόνο δεν έβλεπε την
ώρα να έλθει ο Μάης για να ζεσταθεί από τις κουβέντες και κυρίως από τους
πισινούς των γυναικών οι οποίες και το
χειμώνα συνέχιζαν τις συναντήσεις τους σε μικρότερο βέβαια αριθμό ατόμων, πότε
στο ένα μαγερειό πότε στο άλλο. Γύρω από τη φωτιά με την κατσαρόλα στην
πιρωστιά όπου έβραζαν νόστιμα όσπρια,
μυρωδάτα τσιγαρίδια, πατάτες σωφιγάδες και από καμιά φορά αλλά σπάνια κρέας. Συχνά
στη χόβολη ψήναμε γλυκοπατάτες και κυδώνια. Εκεί ζεσταίνονταν και παγωμένα
πόδια και χέρια και ως συνέπεια του ζεστάματος βουρλίζονταν οι χιονίστρες και
τρελαινόμαστε στη φαγούρα. Ένα τέτοιο παγωμένο χειμώνα πέθανε ένας μπάρμπας του
πατέρα μου. Πήγαμε όλοι στο ξενύχτι. Για μας τα παιδιά κάτι τέτοια ήταν
διασκέδαση όταν μάλιστα ο πεθαμένος τάχε φάει τα ψωμιά του. Γίνονταν πολλές
πλάκες και καλαμπούρια τέτοια που συχνά και οι πενθούντες έσκαγαν στα γέλια.
Στο ξενύχτι του μπάρμπα μας που παραήταν γέρος βάλανε μέσα στον καφέ οι
γυναίκες τριμμένο φελλό και οι άνδρες δεν μπορούσαν να σταματήσουν το κλανίδι. Λίγες
μέρες μετά μας είπε η Μπερλίνα πως ο μπάρμπας βρυκολάκιασε και τον είδε στην
αυλή της να κλέβει λεμόνια. <<Στην ψυχή των απεθαμένων μου σας λέω
αλήθεια>>. Ακολούθησαν κι άλλες τέτοιες μαρτυρίες. Άλλη τον έβλεπε να
μπαίνει στο κοτέτσι της άλλη στο στάβλο της και η μπεκρού είπε πως τον είδε
στην αυλή της και της έκλεψε δυό σεντόνια. Η Μπερλίνα δήλωσε. <<Τι
περιμένεις από έναν αφορισμένο γιδοκλέφτη. Βρυκολάκιασε και συνεχίζει τις
κλεψιές. Εγώ ήμουν πραγματικά τολμηρό παιδί και τις νύχτες έψαχνα στο στάβλο
μας και στο κοτέτσι μας να δω τον βρυκόλακα μια που ήταν και συγγενής. Δεν τον
συνάντησα όμως ποτέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου