Ο Γέρο Μπακαστράλιας από νέος δεν τα πήγαινε καλά με το
νερό. Ούτε το έπινε ούτε το λουζότανε. Ξεδίψαγε μόνο με κρασί. Επειδή όμως δεν
άντεχε τη γκρίνα και τη φάουσα πού του έκανε η γυναίκα του για τα
μπεκρουλιάσματά του και αφού πλέον κοιμότανε χώρια από τη γυναίκα του την οποία
αποκαλούσε σκρόφα, έκρυβε κάτω από το κρεβάτι του μια κανάτα κρασί και με την
ησυχία του τα κοπάνιζε. Ένα βράδυ πιθανόν ψιχαλισμένος αντι για την κανάτα του
τράβηξε το κατουροκάνατο. Η γριά του ήλθε όπως πάντα στο πατερό και μας
ανήγγειλε. << Ορές Χριστιανές ο προκομμένος μου εψές το βράδυ άδειασε όλο
το κατουροκάνατο στον καταπιόνα του>>.Το γέλιο που έπεσε δεν
περιγράφεται. Εμείς τα καλόπαιδα την άλλη μέρα γιουχάραμε τον
Μπακαστράλια.?<< Ρε μπάρμπα πως σου φάνηκε το κάτουρο. Δεν το ξέρασες
ακόμα ?>>. Ο κακομοίρης δεν μας κάκιωνε καθόλου. <<Ορέ διαλεπάρτι
έπαθα. Δυνατό και στυφό. Πολύ καλύτερο από τα παλιόκρασα που πουλάνε>>
μας έλεγε. Από τότε που απέκτησα και εγώ κάποια άποψη για τα κρασιά συμφωνώ
απόλυτα με τον Μπακαστράλια. Θεός σχωρέστονε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου