Λέω να σταθούμε λίγο στα δοχεία της νύχτας. Το γαστρεντερικό
και το ουροποιητικό ζήτημα ήταν ένα θέμα. Πού να πηγαίναμε για αυτές μας τις
ανάγκες. Σε μιά γωνία της αυλής μας αρκετά μακρυά από το κυρίως σπίτι είχαμε το
στάβλο για τα ζωντανά μας. Θυμάμαι ο πατέρας μου είχε ανοίξει σε μια γωνία του
στάβλου μια μεγάλη βαθειά τρύπα κάτι σαν βόθρο δηλαδή το είχε ταβανώσει με
τάβλες και είχε ανοίξει μιἀ τετράγωνη τρύπα αρκετά μεγάλη με γνώμονα υποθέτω
τον πισινό της νόνας μου που ήταν αρκετά χοντρή. Εκεί τα βολεύαμε μια χαρά και
τόχαμε και καμάρι γιατί κανένας άλλος δεν διέθετε τέτοια πατέντα. Τις νύχτες
όμως που να τρέχουμε στο στάβλο να τρομάζουμε και τα ζωντανά. Ασε που
σκιαζόμαστε και τα ξωτικά. Έτσι το βράδυ στο σπίτι μπάζαμε το δοχείο νυκτός. Το
δικό μας ήταν πύλινο και συνεπώς προνομιούχο γιατί θα μπορούσε να είναι
τσίγκινο και νάχει και τρύπα ξεγυρισμένη. Πρώτη δουλειά της μἀνας από τα
χαράματα ήταν να οδηγήσει το κατουροκάνατο στο στάβλο. Το σκέπαζε μάλιστα.
Καμία σεσταρισμένη γυναίκα δεν ήθελε να
τη βλέπουν οι περαστικοί με το κανάτι της. Ώσπου ο πατέρας μου δουλεύοντας στον
καθαρισμό των ερειπίων που άφησε ο σεισμός του 1953 βρήκε σε αρχοντόσπιτο του
Αργοστολιού ένα υπέροχο δοχείο νυκτός και το κουβάλησε σπίτι. Όταν το είδε η
μάνα μου θαμπώθηκε. Ήταν από κατάλευκη πορσελάνη μεγάλο στρογγυλό και απέξω
είχε ανάγλυφα στάχυα και φρούτα. <<Τι ωραία σουπιέρα τι υπέροχο σερβίτσιο>>
. Όταν ο πατέρας της είπε ότι το βρήκε κάτω από το κρεβάτι απογοητεύτηκε.
<<Τέτοιο ωραίο πράμα Σπύρο μου να είναι κατουροκάνατο?>>. Από τότε
πάντως δεν βιαζόταν να αδειάζει το κανάτι μας στο στάβλο ούτε το σκέπαζε. Το
πήγαινε με καμάρι. Αμ πως να σκάσουν και μερικές μερικές να μη λέμε ονόματα
Χα!χα!χα! με έςκανε και γέλασα!
ΑπάντησηΔιαγραφήΝασαι καλά
Γαβριήλ
πολύ ωραία τα μεταφέρετε Μπράβο σας
ΑπάντησηΔιαγραφή