O Ιούλιος ο καυτός μήνας του καλοκαιριού με τα τζιτζίκια
τρελαμένα. Τα μεσημέρια μπαϊλισμένοι οι γονείς μας μετά το φαγητό ξάπλωναν στο
πάτωμα για δροσιά και υποχρεωτικά έπρεπε και εγώ να πέσω για ύπνο στρωματσάδα.
Μόλις άκουγα τις ανάσες τους ρυθμικές και κανένα ξεγυρισμένο ροχαλητό του
πατέρα την κοπάναγα να πάω με την παρέα για τζιτζίκους. Οι περισσότεροι με την
πατούσα αφού για πολλά παιδιά το παπούτσι ήταν είδος πολυτελείας. Δεν βαριέσε
από μόνες τους η πατούσες μας ήταν σιόλες και μάλιστα αντοχής. Γεμίζαμε τα
βαζάκια μας τζιτζίκια και άστοργοι τα βασανίζαμε φτιάχνοντας με δαύτα κολιέ και
τρελένοντας και τις γάτες. Δεν ήμαστε και τόσο αθώες περιστερές. Κλέβαμε και
κανένα φρούτο από γειτονικούς μπαξέδες με τη δικαιολογία ότι τα κλεμένα είναι
πιο νόστιμα από τα δικά μας. Ήταν και αυτό ένας είδος παιχνιδιού. Ο Ιούλιος
ήταν και ο μήνας που θερίζαμε τα σπαρτά μας και τα κουβαλούσαμε στα αλώνια. Τι
πανηγύρι αυτό με τα ζωντανά μας γύρω γύρω όλοι στο αλώνι. Αργότερα έφερε ο
Αντώνης ο Κρούσος αλωνιστική μηχανή και τα πράγματα έγιναν ευκολώτερα αλλά
χάσαμε τη μαγεία. Κουβαλούσαμε τις θυμωνιές μας στο χωράφι που ήταν η
αλωνιστική μηχανή και εκεί περιμέναμε τη σειρά μας να αλωνίσουμε. Αυτό σήμαινε
αναμονή τουλάχιστον δυό ημερόνυχτα. Κανείς λοιπόν δεν το κούναγε από κεί γιατί
φοβόμαστε ο ένας τον ΄ άλλον για κλοπή. Όσο και να αγαπιόμαστε υπήρχε λόγω
φτώχειας η υποψία. Ένας μακρυνός συγγενής της μάνας μου ξενύχταγε μαζί με τη
γυναίκα του όχι μακριά από το δικό μας κονάκι. Εκείνο το αλησμόνητο βράδυ η
θειά τούπε πάω στο χωριό να αναπιάσω προζύμι να μαγειρέψω για τα παιδιά και αν
νετάρω νωρίς θα γυρίσω. Ο μπάρμπας έγειρε για ύπνο και καθώς η θειά δεν γύρισε
κατά τα μεσάνυχτα το πειραχτήριο της παρέας τρυπώνει πισώπλατα στον μπάρμπα
όπως κοιμότανε στο πλάι και τον χουφτώνει καταλαβαίνετε που. Και δός του
καμάρια συνταορίστηκε ο κακομοίρης. Κάποια στιγμή γύρισε πλευρό αναζητώντας την
ικανοποίηση τού οίστρου του και βρέθηκε κατάφατσα με τον διάολο ο οποίος ήταν
και ανηψιός του. Πως να αναπαραστήσω τα επακόλουθα? << Ορέ παλιόμουλε,
ορέ το αποκείνο της μάνας σου ορέ θα σου κάμω έτσι κι αλοιώς τις αδερφάδες και
λοιπά που κι αυτά δεν λέγονται. Μεγάλη χοντράδα βέβαια αλλά και τα γέλια τα
ακούω ακόμη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου