Στο σπίτι μας ψηλά στο κτήμα υπήρχαν πολλές μπαρμπαροσυκιές.
Έκαναν τα νοστιμότερα μπαρμπαρόσυκα. Φραγκόσυκα για τους μη Κεφαλονίτες. Στο
τέλος Αυγούστου ήταν στην καλύτερή τους. Ώριμα μα σφικτά και πολύ αρωματικά.
Όποιος ήθελε έτρωγε και έπαιρνε και μαζί του. << Μπάτε φάτε>> έλεγε
ο πατέρας μου. Μια μέρα ήλθε και ένας αδελφός του Νόνου μου ο μπάρμπα Βαίτσης.
Γέμισε έναν σύκλο ( κουβά) και του άλαξε τα Φώτα. Ύστερα άραξε κάτου από την
ελιά και αποκοιμήθηκε. Μα μετά από μισή ώρα τον ακούμε να ουρλιάζει. Φωνές για
βοήθεια. Τρέξαμε εμείς και όλη η γειτονιά να δούμε τι τον έβρικε και σκούζει.
<< Ω μάνα μου ο κώλος μου. Ω θα σκάσω>> φώναζε. << Ωρές
τσίμπλωσε ο κώλος του από τα πολλά μπαρμπαρόσυκα . Πόσα επεριδρόμιασε ο Χριστιανός.
Θα άδειασε όλο το σύκλο>>. Μούσκεμα στον ιδρώτα ο Βαίτσης κίτρινος σαν
λεμόνι λέγαμε πως θα πεθάνει. << Σφίξου μπάρμπα >> τούλεγε ο πατέρας μου. << Κουράγιο
μπάρμπα Διονύση . Σφίξου. Πές πώς γεννάς παιδί>> τούλεγαν οι γυναίκες οι
οποίες όσο και να τον συμπονούσαν έσκαγαν και στα γέλια. << Ω μάνα ο
κώλος μου>>, ούρλιαζε ο κακομοίρης. Τέλος πάντων πάντα υπάρχει και
κάποιος ψύχραιμος που σώζει καταστάσεις. Έτρεξε η μάνα μου στην κουζίνα μας έφερε ένα
κουταλάκι του γλυκού και λάδι. Ο πατέρας
μου έβαλε όσο λάδι μπόρεσε στον κώλο του μπάρμπα του και σιγά σιγά με το
κουταλάκι τον ξετσίμπλωσε τον κακομοίρη. Πόναγε ο μαγκούφης αλλά αν αργούσε
λίγο ακόμα ο πατέρας μου θα έσκαγε. Με το που βγήκαν οι πρώτοι κοπρόλιθοι μας
ρίχνει ο μπάρμπας ένα χέσιμο ξεγυρισμένο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτό το κάζο.
Είναι περιτό να σας πώ πώς δεν ξανάφαγα ποτέ μου μπαρμπαρόσυκα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου