Σε βλέπω στο πορτόνι της αυλής μας λυγερόκορμη με τα θεικά
σου μαλλιά σε περίτεχνο κότσο, να μας μαζεύεις από τη γειτονιά για το δείπνο
μας. Μας εύρισκες μονίμως απρόθυμους να αφήσουμε το παιχνίδι. Και σύ με ύφος
στρατηγού μας έλεγες << στο τραπέζι το δικό μου τρώμε ψωμί μαζωμένοι>>.
Ένα τραπέζι φτωχικό που το λάμπρυνε η παρουσία σου και τόκανε Βασιλικό. Ένα
τραπέζι που συχνά στη δική σου θέση δεν υπήρχε πιάτο. << Παραξεκουτάλεψα η λιχούτσα παιδάκια μου και μου κόπηκε η
όρεξη>> μας έλεγες. Μα εγώ που ήμουνα το στερνοπούλι σου κι όλο σε ακλούθαγα κι όλο σε γυρόφερνα σε έβλεπα
πολλές φορές να μαζεύεις ότι έμενε στα δικά μας πιάτα και να δειπνάς . Ήσουν μια μάνα βασανισμένη όπως
όλες τις μανάδες της γενιάς σου. Φτωχές
που χάριν των παιδιών τους ποτέ δεν χόρτασαν τη δική τους πείνα αλλά μανάδες
Υπερήφανες και μοναδικές. Είθε να είστε όλες δίπλα στον Μεγαλοδύναμο όπως σας
αρμόζει. Ποτέ μάνα μου δεν θα σε ξεχάσω. Και αν τα γεράματα μου κλέψουν τη
μνήμη, από την καρδιά μου όσο κτυπάει δεν θα φύγεις ποτέ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου