Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2015

Αντίο Κολοτούμπενα


Ένα όμορφο ζεστό βράδυ δεν φάνηκε στο πατερό μας η θειά η Kολοτούμπενα. Ανησυχήσαμε γιατί ερχόταν από νωρίς νωρίς. Μα σε λίγο μάθαμε πως ήταν άρρωστη και μάλιστα σοβαρά. Το επόμενο πρωί τρέξαμε στο σπίτι της να ρωτήσουμε πως πάει και η φιλενάδα της η Mπεκρού που την παράστεκε μας ενημέρωσε ότι ψυχομαχάει. Εμείς τα παιδιά δεν τρομάζαμε με κάτι τέτοια. Τρυπώσαμε όλα στο κατώι που ήταν η κρεβατοκάμαρα της θειάς Kολοτούμπενας και παρακολουθούσαμε την διαδικασία του θανάτου της. Ούτε γιατρός βέβαια ούτε νοσοκόμα. Οι γειτόνισσες απεφάνθησαν ότι πεθαίνει. Ο γέρος της άνθρωπος προνοητικός και νοικοκύρης με τα όλα του,  κατέβηκε στη χώρα έκανε τα απαραίτητα ψώνια για την περίσταση αγκαζάρησε και αυτοκίνητο και κουβάλησε και το φέρετρο μια και έξω. Θυμάμαι που το είχε στήσει όρθιο έξω από την πόρτα του σπιτιού. Η Kολοτούμπενα όμως δεν βιαζόταν καθόλου να φύγει. Εμείς παρακολουθούσαμε καθημερινά την πορεία του πράγματος και μπορώ να πω το διασκεδάζαμε. Δεν φοβόμαστε καθόλου. Αυτό κράτησε δέκα μέρες μέχρι που ο γέρος της αγανάχτησε και ένα απόγευμα τον ακούσαμε να της λέει <<Σύρε στο διάολο επιτέλους>>. Μα αυτή τίποτα. Από ένα σημείο και μετά μάλιστα είχε γίνει επιθετική. Που βρήκε τόση δύναμη λέγαμε εμείς τα παιδιά. Στο τέλος η φιλενάδα της η Mπεκρού απεφάνθη πως αν δεν της διαβάσει ο παππάς το Τριβάγγελο δεν θα βγεί η ψυχή της. Με στείλανε λοιπόν εμένα να φωνάξω του παππά. Με έτρωγε η περιέργεια όπως και τα άλλα παιδιά να ακούσουμε τι ακριβώς λένε στα Τριβάγγελα αλλά μας έδιωξαν σαν σκυλιά άρον άρον να φύγουμε. Πάντως το επόμενο πρωί η θειά η Kολοτούμπενα μας άφησε χρόνους. Θεός σχωρέστηνε. Πάντα τη θυμάμαι με αγάπη.

Αναθυμιάσεις Ζωής


Aπό αρχές του Μάη έως και τα μέσα του Οκτώβρη ανελειπώς ακόμη και τις σκοτεινές αφέγγαρες βραδιές μετά το δείπνο μας βγαίναμε στη γειτονιά για παρέα και κουβεντούλα. Η μάνα δεν παρέλειπε ποτέ να μας πεί  <<πάρτε μαζί σας το λαδοφάναρο για να βλέπουμε να γυρίσουμε σπίτι μας>>. Καθισμένες στην αράδα σε ένα τεράστιο πατερό είκοσι και περισσότερες γυναίκες όλων των ηλικιών και μείς τα παιδιά χωμένα μες τα βελέσια τους (φουστάνια τους) ήσυχα -ήσυχα ακούγαμε τις ιστορίες τους. Πρωτοκαθεδρία για να την ακούμε καλά στο κέντρο του πατεροὐ η κουτσομπόλα του χωριού. Το παρατσούκλι της ήταν Κυρία Μπερλίνα. Ποτέ δεν φανέρωνε τις πηγές των πληροφοριών της. Μου τόπε ένας άνδρας έλεγε. Αυτό ανέβαζε πολύ το κύρος και την αξιοπιστία της...... Γλυκιές μου γριούλες με τα μονίμως κατουρημένα βρακιά σας παρόλο που η αμμωνία έκανε τα μάτια μου να δακρύζουν και το στομάχι μου να ανακατώνεται με τον καιρό οι μυρωδιές σας μου έγιναν γνώριμες και σχεδόν ευχάριστες έδιναν μια αίσθηση ασφάλειας. Μύριζαν Ζωή. Κάμποσα μέτρα μακρυά μας  στό Βράχο, ήταν η γειτονιά των ανδρών. Τριάντα και βάλε γέροι νέοι παιδιά ξάπλα στίς πέτρες . Αναμνήσεις από το Αλβανικό μέτωπο ντροπές για τον εμφύλιο βρισιές για τους πολιτικούς μα και κανταδούλες. Γύρω στα μεσάνυχτα άρχιζαν οι ομοβροντίες της φασολάδας και της ρεβυθάδας. Που αμολύσει τη δυνατώτερη κλανιά. Οι αναθυμιάσεις έφταναν και σε μας όσο και να κλείναμε τις μύτες μας. Ο γεροντότερος από όλους ο μπάρμπα Νιόνιος κρατούσε σιγή ιχθύος. <<Τι θα γίνει ρε μπάρμπα>> τον ρώταγαν <<δεν θα ρίξεις και συ καμία?>> << Κάτι θα κάμω>> τους έλεγε. Και όταν σιγουρευόταν ότι επικρατούσε απόλυτη ησυχία άφηνε τη δική του κανονιά. Μία και μοναδική. Τέτοια που τρόμαζαν τα σκυλιά και γαυγίζανε όλα μαζί. Ακόμα και τα κοκκόρια ξύπναγαν και λαλούσαν εκτός ωραρίου. Γινόταν χαμός από τα χάχανα των ανδρών που πολλές φορές το πρωί τους έβρισκε να κοιμούνται στις πέτρες.