Δευτέρα 29 Φεβρουαρίου 2016

Κεραμιδόγατοι


Στην εποχή που αναφέρονται οι ιστορίες μου κάποιοι νέοι ζευγάρωναν για πρώτη φορά μετά το γάμο τους. Για κάποιους κυρίως για τους άνδρες δεν ήταν πάντα εύκολο. Μια ξαδέρφη της μάνας μου λοιπόν αργούσε να κρεμάσει το φονικό σεντόνι και άρχισαν τα παρατράγουδα. Πέρασε ολόκληρος μήνας αναίμακτος. Κι έρχεται μια μέρα στο σπίτι μας πέφτει στην αγκαλιά της μάνας μου και χτυπιόταν η φουκαριάρα. <<Βρέ ξαδέρφη σύνελθε. Τι σου συμβαίνει?>>.<< Διαμαντίνα μου ένα μήνα παντρεμένη μονάχη μου κοιμάμαι. Μόλις δειπνήσουμε και είναι ώρα να πάμε στο κρεβάτι ανεβαίνει απάνου στα κεραμίδια του στάβλου για να μη τον φτάνω και κοιμάται σαν κεραμιδόγατος εκεί.>> Τρελάθηκε η μάνα μου. Κανονίστηκε να του μιλήσει ο πατέρας μου. <<Βρε ευλογημένε τι έπαθες?Έχεις τέτοια κοπέλα στο κρεβάτι σου και κοιμάσαι με τους γάτους?Και όταν χειμωνιάσει τι διάολο θα κάνεις>> <<Θα κοιμάμαι στο λινό στο κατόϊ μου>>. << Μα τι έχεις τελοσπάντων τι φοβάσαι. Δεν θα σε φάει μωρέ η κοπέλα>>,<< Δεν φοβάμαι τίποτα και καμία αλλά εγώ με άνθρωπο που τρώω ψωμί και πίνω κρασί στο ίδιο τραπέζι δεν παίζω τα καβάλια>>. Έτσι λύθηκε το μυστήριο τρώγανε χώρια μέχρι που ξεκουρλάθηκε ο γαμπρός και η νύφη για καιρό δεν μπορούσε να πάρει τα ποδάρια της γιατί ο γάμπρουλας ενοούσε να εισπράξει τα αναδρομικά του.

Στούς φίλους του μπλόγκ μου


Αφού ευχαριστήσω τους φίλους που μπαίνουν στο μπλόγκ μου και με διαβάζουν θα θελα να τους εξηγήσω ότι επιμένω σε ιστορίες πικάντικες ίσως και λίγο τολμηρές γιατί σε μιά εποχή χωρίς τηλεόραση, χωρίς ραδιόφωνο, χωρίς ρεύμα και τηλέφωνο αυτά τα γεγονότα μας έδιναν κέφι και γέλιο χωρίς ποτέ να χλευάζονται οι πρωταγωνιστές τους. Μέσα βέβαια σε όλα αυτά μεγάλωνα κι εγώ σιγά σιγά και μαζί μου μεγάλωναν και τα φιλαράκια της γειτονιάς μου και οπωσδήποτε άλλαζαν και κάποιες νοοτροπίες προς το καλύτερο, μα χάναμε κάτι από τη μαγεία που απλά πράγματα μας έδιναν. Υπόσχομαι ότι παρόλο που έχω ακόμη πολλές ιστορίες για γέλια σύντομα θα σοβαρευτώ και ελπίζω να με διαβάζετε το ίδιο και τότε.

Τετάρτη 24 Φεβρουαρίου 2016

Ραπτομηχανές Σίγγερ


 
Οι μητέρες αλλά και τα ίδια τα κορίτσια της οικογένειας , άσχετα από το οικονομικό τους επίπεδο, φρόντιζαν τα τής προίκας. Με το λάδι που πούλαγαν συνήθως κρυφά από τον νοικοκύρη, με εμπόριο αγριολάχανων, αυγών την εποχή που γένναγαν οι κότες, με ξύλα που φόρτωναν τα γαϊδούρια τους και τα πούλαγαν στούς ξυλόφουρνους του Αργοστολιού, αγόραζαν λευκό καμπρένιο ύφασμα για τα σεντόνια και τις μαξιλαροθήκες που στη φτωχότερη κοπέλα έπρεπε να είναι τουλάχιστον από δώδεκα. Από δώδεκα και πετσέτες,  τραπεζομάντηλα αρκούσαν και έξι, πετσέτες φαγητού και ότι άλλο είδος ρουχισμού. Κομπινεζά, κιλότες, σουτιέν, κάλτσες τουλάχιστον από ντουζίνα και πάνω. Επίσης κάποια στοιχειώδη έπιπλα όπως κρεβάτι ήταν καλοδεχούμενα αλλά όχι επιβεβλημένα όπως ήταν τα ρούχα. Όλες όμως οι κοπέλες έπαιρναν προικιό και τη ραπτομηχανή τους. Αν μάλιστα ήταν και του ποδιού ολόκληρο έπιπλο ακόμα καλύτερα. Απαραίτητο για να μπαλώνει τα παιδιά της. Την εβδομάδα του Γάμου την Πέμπτη όλα τα προικιά σε κανίστρες και σε δημόσια θέα κουβαλιόνταν στο σπίτι του Γαμπρού όπου γινόταν και το στρώσιμο του κρεβατιού με ωραία κεντημένα σεντόνια κάτασπρη κουβέρτα και  θαυμάσιες μεγάλες μαξιλάρες γεμάτες κεντήματα λευκά. Πέταγαν και ένα αγόρι στη μέση του κρεβατιού για ευνόητους λόγους. Ποτέ κορίτσι. Μας είχαν παρακατιανές και γρουσούζες. Κάποια κορίτσια μάθαιναν και κέντημα στις μηχανές εκτός από ραπτική. Ανάμεσά τους και η μητέρα μου η οποία έκανε αριστουργήματα στη μηχανή με τελάρο. Βρήκα αυτή τη φωτογραφία με τις πρώτες μηχανές Σίνγκερ και τον δάσκαλό τους που στο Δημοτικό μας Σχολείο δίδασκε στα κορίτσια την τέχνη του κεντήματος. Από όλα αυτά τα νεαρά χαριτωμένα πλάσματα δεν ζεί πλέον καμία. Το βελάκι σταματά πάνω στη μητέρα μου. Την μηχανή της την έχω στο σπίτι μου κειμήλιο.

Τετάρτη 17 Φεβρουαρίου 2016

Αθάνατη Λυσιστράτη


 Πολλοί νέοι την εποχή εκείνη έβλεπαν για πρώτη φορά γυναίκα μόνο όταν στρατιώτες επισκέπτονταν μοιραίως τα πορνεία. Μερικοί ερωτεύονταν κάνα κορίτσι στα μέρη που υπηρετούσαν. Μην ξεχνάμε ότι η θητεία τότε διαρκούσε δύο χρόνια και αν υπήρχαν και τιμωρίες μπορεί να γινόταν και τρία μέχρι το απολυτήριο. Άφθονος δηλαδή χρόνος να ανθίσουν έρωτες. Έτσι ένα γειτονάκι μας έφερε μια κοπέλα από την Βέροια. Παρόλο που ήταν επίσημα αρραβωνιασμένοι δεν την άγγιξε στο επίμαχο σημείο γιατί όφειλε στη μάνα του το σεντόνι της παρθενίας. Ως εδώ όλα ωραία και καλά. Και ο Γάμος έγινε και το σεντόνι κρεμάστηκε και το είδαμε όλοι αλλά ο γαμπρός ήταν τρομερός τσιγκούνης. Αληθινός Σκρούτζ ο κερατάς. Φεύγοντας λοιπόν το πρωί για δουλειά κλείδωνε τα πάντα ακόμη και το αλάτι και το ψωμί και η κοπέλα έμενε θεονήστικη ώσπου να γυρίσει ο κλειδοκράτορας και κείνος να αποφασίσει τι θα μαγειρέψει. Πόσο να αντέξει νεαρό κορίτσι την πείνα της. Ερχόταν σε μας και σε άλλα γειτονικά σπίτια και κάτι τη βολεύαμε. Οι γυναίκες όμως αποφάσισαν πως πρέπει να γίνει ένα καλό μάθημα στον Σκρούτζ. Την συμβούλεψαν λοιπόν να μην του ξανακάτσει. << Άκου τι θα κάμεις. Δεν θα ξανανοίξεις στον τσιγκούναρδο τα σκέλια σου με τίποτα. Θα του πείς ότι αν ξαναπάρει τα κλειδιά του κασονιού και του αρμαργιού να πηδολογάει τις προβατίνες του και όχι εσένα>>. << Ορές χριστιανές θα μου κόψει το λαιμό με το τσεκούρι αν δεν του κάτσω>>. << Τον έχεις χεσμένονε. Εμείς θάμαστε έξω από την πόρτα και θα τρέξουμε να τον συγυρίσουμε. Μη φοβάσαι τίποτα>>. Πράγματι ακούμε κάποια στιγμή να φωνάζει. <<Βοήθεια με έχει δέσει χεροπόδαρα και θα με σκοτώσει>>. Ορμάνε όλες μέσα και που δώσει τις περισσότερες μπουνιές στον Σκρούτζ.  Τον κάμανε ταλατιού. Από τότε η Ελενίτσα είχε κρεμασμένα στο λαιμό της τα κλειδιά του κασονιού και του αρμαργιού και είχε το γενικό πρόσταγμα στα του οίκου της και στα σκέλια της απόλυτο κουμάντο.  Αθάνατη και Διαχρονική Λυσιστράτη.


Δευτέρα 15 Φεβρουαρίου 2016

Ο Πραματευτής


Κάθε Σάββατο κατά τις έντεκα το πρωί χειμώνα καλοκαίρι περιμέναμε τον πραματευτή από τα Δειλινάτα. Τον γλυκύτατο Λευτέρη Παυλάτο ο οποίος ερχόταν με το γάϊδαρό του φορτωμένο ότι μπορεί να φανταστεί ο νούς του ανθρώπου. Φουστάνια, είδη προικός, τσιμπιδάκια και πολλά άλλα και είναι να απορεί κανείς πως άντεχε τόσο βάρος το ζωντανό του. Ο Λευτέρης όμως ακολουθούσε πεζός. Διαλαλούσε την πραμμάτια του με στεντόρια φωνή ως εξής. <<Αντρικές και γυναικείες σκάλτσ (κάλτσες) ροκέλα, χτένες, μοσκοσάπουνο, παραμάνες γνέματα>>. Παρόλο που είχε πολλά εμπορεύματα δεν πρόσθετε ούτε αφαιρούσε ποτέ λέξη από το τροπάριο που διαλαλούσε. Έβγαιναν όλες οι νοικοκυρές στις πόρτες τους και τον περίμεναν και όλες ψώνιζαν. Ο Λευτέρης ήταν μετρίου αναστήματος, ξανθός με υπέροχα γαλανά σαν τη θάλασσα μάτια. Δεν υπάρχει πια στη ζωή μα εγώ τον θυμάμαι πάντα με νοσταλγία για τον ίδιο και την πραμμάτια του.


Κυριακή 14 Φεβρουαρίου 2016

Ακούστε όλο το χωριό τα Φαρακλάτα


Γιά σπουδαίες ανακοινώσεις κοινού ενδιαφέροντος π.χ. επίσκεψη κάποιου πολιτικού ή κάποιου θαυματοποιού τύπου Κουταλιανού ανέβαινε κάποιος νέος στο καμπαναριό της Βαγγελίστρας πού ήταν πανύψηλο και σαν ιμάμης αφού χτύπαγε για πολλή ώρα ξέφρενα τις καμπάνες που ακούγονταν μέχρι το Αργοστόλι, φώναζε << Ακούστε όλο το χωριό τα Φαρακλάτα απόψε την τάδε ώρα θα μιλήσει ο μεγάλος μας πατριώτης πολιτικός ο Ευάγγελος Δενδρινός στο καφενείο του Σπύρου (του πατέρα μου)  και δεν πρέπει να λείψει κανένας>> και τα λοιπά και τα λοιπά. Κάποιες φορές από το καμπαναριό μας καλούσαν να πάμε όλα τα παιδιά για κάποιον εμβολιασμό. Τα περισσότερα πηγαίναμε αλλά μερικά κρύβονταν σε σπηλιές στο βουνό για να μην τα αναγκάσουν οι Γονείς τους να εμβολιαστούν. Εμείς οι πιό γενναίοι τους γιουχάραμε για πολύ καιρό. Κότες τους ανεβοκατεβάζαμε και με καμάρι τους δείχναμε τις βατσίνες μας.

Καφενείο της Χαράς


Ο πατέρας μου μού είχε αναθέσει δύο πολύ ευχάριστες δουλειές γιά ολόκληρο το καλοκαίρι. Να πηγαίνω το μεσημέρι έξω από το καφενείο μας  και να περιμένω το αυτοκίνητο πού έφερνε την κολώνα του πάγου. Ήταν   μια δουλειά που έκανα χωρίς ίχνος διαμαρτυρίας γιατί έβαζα χέρι σε όλα τα καλούδια του καφενείου με ιδιαίτερη προτίμηση στην υποβρύχια βανίλια που την λάτρευα. Το βράδυ κυρίως τα Σαββατόβραδα και τις Κυριακές άναβα τις λάμπες αμίαντου που τις κρεμάγαμε ψηλά σε σκοινί χιαστό και φέγγανε μιά χαρά. Σε τακτά διαστήματα βέβαια θέλανε τρομπάρισμα για να δυναμώνει η απόδοσή τους. Φροντίδα δική μου επίσης ήταν να κάθομαι δίπλα στο γραμμόφωνο με το τεράστιο χωνί <<His masters voice>> και να το κουρδίζω με τη μανιβέλα του για να μην χάνεται το τέμπο της μουσικής. Με αυτά τα απλά χειροκίνητα μέσα γίνονταν γλέντια αξέχαστα. Στις γιορτές ο πατέρας μου έφερνε και ορχήστρα από το Αργοστόλι και με τα φανταράκια γινόταν χαμός. Γιά πρώτη φορά τότε είδα να χωρεύουν χασάπικο και με μάγεψε. Αυτές τις χαρές δεν τις ξέχασα ποτέ.

Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2016

Peculiar Balloons


In 1953 an earthquake raze to the ground our island Kefalonia and left us homeless and with many wounded and dead. The army came to our aid. A platoon campet in our village Faraklata. Also young men and women activist from French., England, America came to help. Doctors, carpenters, cooks and other skills. Among them a beautiful phychiatrist  named Yvone who spoke Greek , was astonish by the fact that women were giving birth non-stop despite their poverty. So she arranged a meeting to teach them about contraceptives. Some women dare to take home boxes of condoms. My mother gave a box to a neighbour along with instructions on the matter. That evening her husbant screamed so loud that all the neighbourhood could hear. << Are you trying to kill me you bitch? I am not going to wear nothing. I rather cut it and throw it to the dogs to eat it you bitch>>. The next day on our way to school on the street out of his door we found the box of condoms ( balloons to our way of thinking). After school we all had the time of our life blowing them. In fact we were so happy that no matter how much air we put in them they did not break. But a soldier came by and told us to stop playing with them and told some of the oldest boys what they were for. He ask if we have some in the box that he can give us money for them. So our peculiar balloons became caramel and chocolates.

Τρίτη 9 Φεβρουαρίου 2016

Στη Λίμνη του Κουτάβου



Μέσα στις χαρές του καλοκαιριού ήταν και η μέρα που πλένονταν τα  χειμωνιάτικα του νοικοκυριού. Κουβέρτες, παπλώματα, κουρελούδες, μαλλιά από τα στρώματα, τσουγνιά και γενικώς μάλινα και βαριά ρούχα του χειμώνα. Παρέα και με άλλες γειτόνισσες φορτώναμε τα ζωντανά μας και πολύ πριν φέξει κατηφορίζαμε για τη Λίμνη του Κουτάβου. Ακριβώς κάτω από το Μύλο της Πετρίας υπήρχε ένα μονοπάτι τρομαχτικά κατηφορικό μα τα ζώα ήταν μαθημένα από τέτοια εδάφη και κατεβαίναμε στη λιμνοθάλασσα μια χαρά. Μέσα από τη στεριά σε μεγάλη έκταση έτρεχε ακατάπαυστα άφθονο γάργαρο νερό και οι βράχοι ήταν επίπεδοι σμιλεμένοι από το νερό και πάνω τους οι μανάδες έπλεναν τα σκουτιά τους χωμένες μέσα στις βαθειάς λίμπες με το νερό να φτάνει πάνω από τα γόνατά τους. Τα σαπούνια έτρεχαν όλα στη θάλασσα αλλά δεν ήταν βλαβερά. Καθαρά σπιτικά σαπούνια  από λάδι . Πολλές κοπέλες και από τα Δειλινάτα έρχονταν για τον ίδιο λόγο και τα τραγούδια δεν σταμάταγαν όσο έπλεναν. Οι Δειλινοπούλες είχαν μια ξεχωριστή ομορφιά. Ήταν πυρόξανθες και κοκινομαλούσες με όμορφα πράσινα και γαλάζια μάτια και χαριτωμένες φακίδες. Πιό ψηλές από τις δικές μας κοπέλες και πολύ καπάτσες. Απλώνανε μετά τα ρούχα στους βράχους και μέχρι να στεγνώσουν μαζευόμαστε κάτω από μια τεράστια συκιά και μοιραζόμαστε ότι είχαμε για φαγητό. Εμείς τα παιδιά κολυμπάγαμε και ψαρεύαμε τρισευτυχισμένα. Η λίμνη είχε τότε άφθονα ψάρια,  γαρίδες που τις πιάναμε με στουβιές , μούσουλα και κάθε είδους όστρακα και κολιτσίδες. Κανονικό πανηγύρι δηλαδή. Λίγο πριν δύσει ο ήλιος φορτώναμε τα πεντακάθαρα θεόστεγνα  προικιά μας και επιστρέφαμε στα σπιτικά μας. Και τούτο το πανηγύρι γινόταν τρεις φορές μέσα στο καλοκαίρι για να πλυθούν τα πάντα. Συχνά σκέφτομαι πως παρόλη τη φτώχεια υπήρξαμε πιο ευτυχισμένα παιδιά από τα σημερινά.

Παρασκευή 5 Φεβρουαρίου 2016

Ανεμόμυλοι



 Να δανειζόμαστε γαϊδούρια από τούς γείτονές μας ήταν σύνηθες. Μια φορά για να αλέσουμε το στάρι μας έπρεπε να πάμε στο Ληξούρι που είχε πολλούς ανεμόμυλους. Ήταν όμως μακρυά και δεν ήταν εύκολο να πάμε και να ξαναπάμε. Έτσι πήραμε έξι από τους γειτόνους μας και ένα το δικό μας εφτά γαϊδούρια και κατά τις δύο τη νύχτα ξεκινήσαμε για Ληξούρι. Δεμένα το ένα πίσω από το άλλο στη γραμμή και οδηγός το δικό μας ο Δημοκράτης μας με τη μάνα καβάλα στο σαμάρι και εγώ στα καπούλια. Στο μύλο. Αλέσαμε ωραία και καλά όλο μας το στάρι φορτώσαμε το αλεύρι μας καβαλικέψαμε πάλι τον Δημοκράτη μας και ξεκινήσαμε για το σπίτι μας. Η μάνα καλού κακού είπε να μετρήσει τα ζωντανά μια πού ήταν ξένα. Μέτραγε ξαναμέτραγε μα τα εύρισκε έξι. Άρχισε λοιπόν να φωνάζει <<Νέρο νέρο νέρο>>. Αυτό σημαίνει νερό νερό νερό. Τα γαϊδούρια στο άκουσμα αυτό γκάριζαν όλα μαζί για να πιούν. Από τα πολλά γκαριξίδια βγήκε ο μυλωνάς ανήσυχος να δεί τι τρέχει. Η μάνα απελπισμένη να ωρύεται για το ζωντανό που χάθηκε. <<Ήλθα με εφτά και φεύγω με έξι. Τι θα απογίνω>>. <<Μα βρε ευλογημένη μου εφτά είναι τα ζωντανά σου. Έχασες το μυαλό σου. Ξαναμέτρατα>>. Ξαναμέτραγε η μάνα πάλι έξι της βγαίνανε. <<Μήπως αποφάσισες να με κουρλάνεις ρε γυναίκα μου>> έλεγε ο μυλωνάς. Με τα πολλά και ύστερα από πολλή σκέψη της λέει <<Βρε Χριστιανή του Θεού το γαϊδούρι πούχετε καβαλικέψει το μετράς>>? Και λύθηκε επιτέλους το μυστήριο της εξαφάνισης και γυρίσαμε σπίτι μας με το αλευράκι μας αλλά και με το ρεζιλίκι μας. Δεν είπαμε λέξη σε κανέναν. Εμείς οι δύο και ο Δημοκράτης μας γνωρίζαμε το κάζο.

 

Δευτέρα 1 Φεβρουαρίου 2016

Καρναβάλια


Τούτη η εποχή με ταξιδεύει στα καρναβάλια των παιδικών μου χρόνων. Η φτώχεια σίγουρα θέλει καλοπέραση και εμείς μια χαρά τα καταφέρναμε. Είχαμε τους οργανοπαίκτες μας εμπειρικούς μεν αλλά τα λίγα που ξέρανε να παίζουν τα παίζανε σωστά και με ψυχή. Πρώτο βιολί ο Σπύρος ο Βαρδαραμάτος ψηλός και όμορφος άνδρας. Δεύτερος βιολιστής ο Αναστάσης ο Σιμάτος πρόεδρος του χωριού μας για πολλά χρόνια. Ακορντεόν ο Νικόλας ο Πολλάτος <<Τσάκαλος>> και ντρίν ντρίν στην κιθάρα ο Γεράσιμος ο Πολλάκης. Από τους οργανοπαίκτες μας ζεί μόνο ο Νικόλας ο Πολλάτος υπέργηρος βέβαια. Όλες λοιπόν τις Κυριακιές της Αποκριάς στην κολώνα μπροστά στη στήλη των πεσόντων στη μέση του δρόμου γύρω στις δύο το μεσημέρι άρχιζαν τα γλέντια και κράταγαν μέχρι που έπεφτε το σκοτάδι. Μικροί Μεγάλοι όλοι πιασμένοι σε καλαματιανά στον υπέροχο Μπάλο μας αλλά και σε φοξ τρότ και βάλς και ταγκό για να μπορούν και οι νέοι να αγκαλιάσουν κάνα κορίτσι. Με την ψυχή μας διασκεδάζαμε. Μασκαρέματα, παντομίμες , πειράγματα τολμηρά και κέφι αστείρευτο. Ο πατέρας μου δεν χόρευε ποτέ και δεν ήθελε να πηγαίνουμε στα γλέντια αλλά η μάνα μας δεν τούκανε τη χάρη. Μία χρονιά θυμάμαι ήλθε μια φίλη της και της ζήτησε να της δώσει το κουστούμι του πατέρα μου να ντυθεί άντρας και η μάνα μου ντάμα της. <<Μωρή αν μας καταλάβει ο Σπύρος θα έχω ντράβαλα>> της έλεγε η μάνα μου. <<Μα θα φορέσουμε μουτσούνες και δεν θα μας γνωρίσει>>. Ξέχασαν όμως πως ο πατέρας μου θα γνώριζε το κουστούμι του το μοναδικό του άλλωστε. Δεν είχε δεύτερο. Ήταν το γαμπρίστικότου. Κάνοντας λοιπόν τις βόλτες του στην κολώνα δεν είπε τίποτα γύρισε σπίτι και μας περίμενε. Όταν γδύθηκε η γειτόνισα και η μάνα έτρεμε από αγωνία για το τι μέλλει γενέσθαι ο πατέρας πήρε το μοναδικό του κουστούμι <<καφέ με μπέζ ρίγα>> και μπροστά στα έντρομα μάτια μας τούβαλε φωτιά και τόκαψε. Στάχτη πάνω στην οποία κλάψαμε γοερά γιατί με τι λεφτά θα αγόραζε άλλο.  Όταν ξεθύμωσε έκλαψε και κείνος για το κουστουμάκι του και θυμάμαι τη μάνα που τον παρηγόραγιε. <<Δεν πειράζει Σπύρο μου και του χρόνου νάμαστε καλά και θα φτιάξεις άλλο καλύτερο. Τάχε φάει άλλωστε τα ψωμιά του>>. Πατέρα μου και μάννα μου Άγιες οι ψυχούλες σας.