Σάββατο 16 Απριλίου 2016

Γυναίκες άλλης εποχής



Ο πρώτος της οικογένειάς μας που πήρε το δρόμο του ξενιτεμού, ήταν ο πατέρας της μάνας μου ο λατρευτός Νόνος (παππούς). Δύσκολες εποχές τότε για τούς μετανάστες. Στο άγνωστο έφευγαν με βάρκα την ελπίδα. Ο νόνος μου έφυγε το 1919 και άφησε πίσω τρείς κόρες με την μάνα μου πού ήταν η μεγαλύτερη μόλις πέντε χρονών. Ώσπου να καταφέρει να τις καλέσει κοντά του, πέρασαν πολλά χρόνια. Το 1932 που τους έκανε την πρόσκληση η μάνα μου ήταν ήδη παντρεμένη και είχε το πρώτο της παιδί. Έτσι δεν ακολούθησε τη μάνα και τις αδελφές της. Η τελευταία που μετανάστευσε ήμουν εγώ αφού προηγήθηκαν οι γονείς μου, και με κάλεσαν αμέσως επειδή ήμουν ανήλικη. Μόλις 14 χρονών. Είχα την ευτυχία να προλάβω και να γνωρίσω τον παππού και την γιαγιά μου οι οποίοι δεν γύρισαν ποτέ στην Ελλάδα ούτε για μια φορά. Ο Νόνος μου τόσα χρόνια μόνος δεν χαριζόταν στη Νόνα μου. Την κεράτωνε αβέρτα. Μου έλεγε λοιπόν ιστορίες για τη σχέση τους ξεκαρδιστικές. <<Άκου τα χάλια της νόνας σου. Όταν κατέβηκα να τις παραλάβω στη Νέα Υόρκη έκλεισα δύο ωραία δωμάτια σε Ξενοδοχείο και όταν βρεθήκαμε στο δικό μας και την περίμενα τέλος πάντων ο μαγκούφης μετά από τόσα χρόνια, άνοιξε μια παλιοβαλίτζα πού είχε φέρει και άρχισε να βγάζει από μέσα αδειανές μπουκάλες. Μπουκάλες να δούν τα μάτια σου. Κουρλάθηκες Χριστιανή μου τη ρώτησα. Που στο διάολο βρήκες τόσες μπουκάλες και τις κουβάλησες στην Αμερικη>>? <<Σπύρο μου όσες μπουκάλες με ποτά μας σερβίρανε στο καράβι εγώ τις φύλαγα. Είχανε και βούλωμα γιατί να πάνε χαμένες>>. <<Σκέφτηκα ρε Σπύρο βάλτη πίσω στο καράβι που φεύγει το πρωϊ για Ελλάδα αλλά τα κορίτσια σου τι θα γίνουν. Τέλος πάντων το κατάπια και την περίμενα να γδυθεί και νάρθει στο κρεβάτι. Και δόστου να βγάζει φανέλες και δόστου να βγάζει μεσοφόρια και στο τέλος μούρχεται με μια κούδα (κιλότα) κάτω από τα γόνατα ,βάζει και ένα καπέλο δαντελένιο στο κεφάλι της μην κρυώσει και πέφτει δίπλα μου. Εγώ ήθελα να ανοίξει η γή να με καταπιεί. Πώς να την πλησιάσω που το έρημο το εργαλείο μου κρύφτηκε και δεν παρουσιαζόταν με τίποτα. Προσπάθησα πολύ να τη συνεφέρω της αγόρασα κιλότες ωραίες νυχτικές , ποτέ δεν τις φόρεσε ποτέ δεν αρνήθηκε τα βρακιά της και το καπελάκι της και έτσι κοιμόμαστε σε χωριστές κρεβατοκάμαρες>>. <<Γιατί νόνα μου άφησες τον εαυτό σου που ήσουν πολύ νέα γυναίκα να χάσεις τον έρωτα με τον παππού μου που είναι και όμορφος άνδρας>>? <<Ένας πόρνος είναι ο νόνος σου που ήθελε να με κάνει σαν τις πουτανάρες που έβλεπε τόσα χρόνια μα δεν του έκαμα τη χάρη>>. Η νόνα μου έζησε πολύ μετά το νόνο μου. Πέθανε 98 χρονών. Μέχρι το τέλος της ζωής της πόρνο τον ανέβαζε πόρνο τον  κατέβαζε παρόλο που τον λάτρευε όσο τη λάτρευε και κείνος. Μια αγάπη Θεϊκή μα χωρίς τη χαρά του Ἐρωτα. Κρίμα λέω κάθε φορά που τους θυμάμαι.

Τετάρτη 13 Απριλίου 2016

Επιστολή προς Άμος Παμπαλόνι


Κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων του <<Λοχαγού Κορέλι>>, ο Άμος Παμπαλόνι (ο πραγματικός Κορέλι) μου χάρισε αντίγραφο της επιστολής που έλαβε από τον ιερέα Δ. Κωνσταντάκη εις απάντηση δικής του επιστολής.

Πέμπτη 7 Απριλίου 2016

Μετά Φόβου Θεού


Όταν αγόρασα το πρώτο μου αυτοκινητάκι, ένα χαριτωμένο Σεβέλ της Σεβρολέητ ,με τη βοήθεια βέβαια των Γονιών μου,  αφού ήμουν μόνο 17 χρονών, υποσχέθηκα στη μάνα μου και στη μάνα της τη λατρεμένη μου Νόνα, μια μεγάλη βόλτα όπου θέλουν. Η νόνα μου ζήτησε να την πάω να λειτουργηθεί σε ένα Μοναστήρι με Έλληνες μοναχούς. Κοντά στο Άλμπανυ της Νέας Υόρκης. Πάνω σε βουνό δυό ώρες ανηφορικής οδήγησης. Η λειτουργία ήταν Θεϊκή. Ανάταση ψυχής. Η νόνα μου ήθελε τόσο να μεταλάβει αλλά είχαμε φάει πρωϊνό κι έτσι ούτε να το διανοηθεί. Άρχισε όμως τους αναστεναγμούς. <<Βρέ νόνα μου να μεταλάβεις>> της έλεγα .<<Κάναμε τόσο δρόμο. Ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχουσιν>> της έλεγα γιατί δεν άντεχα τα αχ και βαχ της. Με τα πολλά την έπεισα. Όταν στο Αρχονταρήκι μας πρόσφεραν καφέ έτρεξε κλαίγοντας στον Ηγούμενο να εξομολογηθεί το ατόπημά της. Και κείνος της είπε τα εξής. <<Όταν ο ιερέας καλεί τους πιστούς να μεταλάβουν δεν καλεί τους νηστικούς η τους ταϊσμένους. Βγαίνει στην μεσαία Πύλη του Ιερού με το Δισκοπότηρο υψωμένο και ψάλει ΜΕΤΑ ΦΟΒΟΥ ΘΕΟΥ,ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗΣ ΠΡΟΣΕΛΘΕΤΕ>>. Ποτέ δεν ξέχασα τα λόγια του και πόσο ευτυχισμένη έκαμε τη Νόνα μου.


Σάββατο 2 Απριλίου 2016

Χαίρε Νύμφη Ανύμφευτε


Την Παρασκευή το βράδυ πήγα στην ακολουθία των Χαιρετισμών  της Παναγίας. Πάντοτε από παιδί με μάγευαν οι Εσπερινές και οι Ολονύκτιες  ακολουθίες, χωρίς να έχω ακόμη συσχετίσει όλα αυτά με τη Θρησκεία. Ήμουν πολύ μικρή για να εκτιμήσω το Μεγαλείο της Εκκλησίας και της Ορθοδοξίας. Ακολουθούσα τη μάνα, όπως άλλωστε όλα τα παιδιά της εποχής εκείνης, και πειθαρχούσαμε γιατί από μόνος του ο χώρος μάς επέβαλε τον Σεβασμό. Μόνο ταπεινά κεράκια φώτιζαν τις μορφές των Αγίων, η εκκλησία γεμάτη άνδρες, γυναίκες και παιδιά.         Λιβάνι μεθυστικό, κατάνυξη, ψαλμωδίες υπέροχες και ο  μοναδικός παπά Διονύσης Κωνσταντάκης που όπου κι αν με πηγε η ζωή τέτοιον παπά δεν ξανάκουσα. Τώρα βέβαια άλλαξαν πολλά. Η τηλεόραση μας κρατά σπίτι, οι μανάδες ίσως έχουν άλλες απόψεις, τα συστήματα στα σχολεία διαφορετικά, και οι εκκλησίες δεν γεμίζουν πιά. Πιθανόν οι τωρινοί νέοι να πιστεύουν περισσότερο από τους παλιούς και να είναι πιό ουσιαστικοί ως προς τα κάθε είδους πιστεύω τους, αλλά νομίζω ότι η ευτυχία και η αγαλλίαση που νοιώθαμε εμείς στο χώρο της εκκλησίας δεν συγκρίνεται με τίποτα. Είχαμε τη φτώχεια μας τότε αλλά οι αγωνίες των σημερινών παιδιών τρομερές και δεν έχουν που να καταφύγουν και ποιόν να εμπιστευτούν για τα προβλήματα που εμείς τους κληρονομήσαμε. Να θυμούνται όμως ότι αναμφισβήτητα υπάρχει Θεός και η εκκλησία δεν είναι άσχετη μαζί του.