Πέμπτη 26 Ιουλίου 2018

Απόλυτη ευτυχία

Ένα νιόπαντρο ζευγάρι από το Τσακαρισιάνο ήλθαν μετανάστες στη Νέα Υερσέη στη δική μας γειτονιά. Η κοπέλα ήταν ήδη έγγυος. Δέν γνώριζαν κανέναν και φυσικά λέξη Αγγλικά. Εκείνος στρώθηκε αμέσως στη δουλειά (λάτζα που αλλού για αρχή). Την πήγαινα στο δικό μου γιατρό και έκανα τον διερμηνέα τους. Νεαρές και οι δυό, Κεφαλονίτισες και οι δυό γίναμε φίλες γρήγορα. Ενοείται στη γέννα της ήμουν δίπλα της. Μιά γέννα τρομακτική με την ίδια να μη δέχεται με τίποτα καισαρική τομή γιατί ήθελε να κάμει λέει πολλά παιδιά. Επί πλέον ο Αποστόλης (σύζυγος) απών στον τοκετό γιά να μή χάσει μεροκάματο, θα τη σκότωνε λέει, αν έκανε καισαρική. Πιθανόν ο συγκεκριμένος να το ενοούσε. Πρέπει να σας εξομολογηθώ ότι τον μίσησα από τότε. Αφού λοιπόν παράδειρε πολλές ώρες κατάφερε να γεννήσει την κόρη της. Λίγες ώρες μετά έκαμε κατακλυσμιαία αιμοραγία και μου τηλεφώνησε ο γιατρός να πάω στο νοσοκομείο. Άφησα έξαλη τη δουλειά μου και τη βρήκα σε κατάσταση ένα βημα πριν τον τάφο. Ήλθε και ο συζυγάτορας ο οποίος είχε και μούτρα γιατί του έκαμε κόρη και την αποχαιρέτησα το βράδυ με τη βεβαιότητα ότι δεν θα την ξαναδώ ζωντανή. Ο γιατρός μου είπε<< οι πιθανότητες να ζήσει είναι πλέον στο χέρι του Θεού όχι στην επιστήμη>>. Πέρασα τη νύχτα ξάγρυπνη. Έδωσα το παρόν στη δουλειά μου για δύο ώρες και έφυγα για το νοσοκομείο αφού είχα τάξει για τη φίλη μου  λαγούς με πετραχήλια στην Παναγία. Μπήκα τρέμοντας στο μοναχικό δωμάτιο που την είχαν και τη βρήκα να θηλάζει για πρώτη φορά το μωρό της.  Ήταν ότι ωραιώτερο είδα ποτέ στη ζωή μου. Ένοιωσα απέραντη ευτυχία σαν να ήταν δικό μου παιδί. Το βάφτισα και το ονόμασα Αννέτα. Να σας πώ ότι έκαμε συνολικά έξι παιδιά όλα κορίτσια. Καλά του έκαμε του γρουσούζη. Ποτέ δεν παραδέχτηκε ότι αυτός ευθύνεται για το φύλλο του παιδιού. Κάθε φορά που του το έλεγα μου έκοβε την καλημέρα για μήνες παρ'ολο που με αγαπούσε. Εγώ πάλι όχι και τόσο γιά  να πώ την αμαρτία μου. Δεν τον χώνεψα ποτέ.

Τρίτη 17 Ιουλίου 2018

Αξέχαστο ταξίδι

Δύο αδελφές της νόνας μου, η Σπυριδούλα και η Μαρία, νεαρές έφηβες έγιναν νοσοκόμες στο Βαλιάνειο Νοσοκομείο  Αργοστολίου.  Τη Σπυριδούλα την ερωτεύτηκε παράφορα ένας Αθηναίος με καταγωγή από Ληξούρι ένα καλοκαίρι διακοπών πού αρρώστησε, και εκείνη ήταν η νοσοκόμα του. Την παντρεύτηκε και τον ακολούθησε στην Αθήνα. Ονομαζόταν Γιώργος Δανάλης και είχε τεράστια περιουσία , αμπέλια σταφίδας και κτήματα πολλά στην τοποθεσία Λογγός. Στρατιωτικός καριέρας χάρισε μιά παραμυθένια ζωή στη μικρή νοσοκόμα. Αμέσως την ακολούθησε στην Αθήνα και η Μαρία  τόσο όμορφη που την φώναζαν Γκρέτα Γκάρμπο. Την παντρεύτηκε και αυτή τραπεζίτης και πέθαναν και οι δύο 98 χρονών. Η μάνα μου μάζευε τις ελιές στα κτήματά τους και κάθε Φθινόπωρο πήγαινε στην Αθήνα τέσσαρους τενεκέδες λάδι στις αγαπημένες θείες. Με έπαιρνε μαζί της πάντα. Δύσκολα τότε τα ταξίδια. Τό  καράβι  έφευγε από το Αργοστόλι  και έφθανε στον Πειραιά το επόμενο πρωϊ. Στο κατάστρωμα λοιπόν του <<Κωστάκης Τόγιας>> ξενυχτάγαμε. Πού λεφτά για καμπίνα. Παρά πέρα κότες πεσκιέσια, κατσικάκια και κουβέρτες κατάχαμα. Σε ένα από τα ταξίδια μας που δεν ξεχνώ ποτέ (ήμουν μόλις 5 χρονών) ανέβηκε με συνοδεία χωροφυλάκων και με χειροπέδες ένα αμούστακο παληκαράκι κατά ομολογία δολοφόνος και κάθησαν κοντά μας. Ξέραμε όλοι ότι άλλος της οικογένειας έκαμε το φονικό και το φόρτωσαν στο δεκαπεντάχρονο αγόρι που λόγω ηλικίας θα είχε μικρή ποινή. Κίτρινο σαν λεμόνι και αδύνατο , περνώντας το θρυλικό Σχοινάρι άρχισε να ξερνάει και δεμένο με χειροπέδες γέμιζε τα ρούχα του εμετό και πνιγόταν. Η μάνα μου δεν άντεχε να το βλέπει να βασανίζεται και παρακαλούσε τους δεσμότες του να του βγάλουν τις χειροπέδες. <<Που θα πάει να φύγει? Θα πέσει στη θάλασσα?>> τούς έλεγε. Η μάνα μου ήταν καλονή. Από τις γυναίκες που δύσκολα αφήνουν ασυγκίνητους τούς άνδρες. Της έκαμαν το χατήρι και τον απελευθέρωσαν. Θυμάμαι που έγυρε το κεφάλι του στη ποδιά της μάνας μου και εκείνη του χάϊδευε τα σγουρά σαν δαχτυλίδι μαλιά του. <<Κάνε κουράγιο παιδάκι μου >> του έλεγε. <<Στις αγροτικές φυλακές που σε πάνε θα περάσουν γρήγορα τα χρόνια. Τα δεκαέξι θα γίνουν οχτώ. Να είσαι καλός και θα γυρίσεις σπίτι σου>>. Γαλήνεψε και αποκοιμήθηκε στην ποδιά της. Πέρασαν τά χρόνια εμείς ξενιτευτήκαμε και όταν οι γονείς μου μαζί μας επέστρεψαν στην Κεφαλονιά, το αγόρι αυτό οικογενιάρχης πλέον ήλθε στο σπίτι μας και έπεσε στην αγκαλιά της μάνας μου και της φιλούσε τα χέρια. Μάνα την είπε. Τι στιγμές ανεπανάληπτες!!!. Για λόγους ευνόητους δεν λέω ούτε όνομα ούτε χωριό γιατί υπάρχουν παιδιά του και εγγόνια του στη ζωή. Σημάδεψε αυτό το ταξίδι την ψυχή μου και δεν το ξεχνώ ποτέ.