Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2018

Αποδημητικά Πουλιά

Έφυγε και ο Οκτώβρης και μαζί του έφυγαν συγγενείς και φίλοι για τίς μακρινές Πατρίδες που η ανάγκη της επιβίωσης τούς έταξε να ζούν. Κάθε καλοκαίρι πού τούς έχω κοντά μου χαίρομαι και ζωντανεύω. Όταν όμως μού φεύγει και ο τελευταίος σαν τα αποδημητικά πουλιά, μελαγχολώ. Αρνούμαι να τους πώ αντίο και τη μέρα πού φεύγουν κρύβομαι. Το ξέρουν και δεν με ψάχνουν. Ευτυχώς σήμερα υπάρχει διαδύχτιο τηλέφωνα,  και μπορούμε να κρατάμε τις εικόνες αγαπημένων προσώπων. Την εποχή που έφυγε ο πρώτος μετανάστης της δικής μου οικογένειας ο αγαπημένος μου εκ μητρός Νόνος (μιλάμε για το 1919) ο χωρισμός ήταν ωδυνηρός όσο και ο θάνατος. Ένα γράμμα που έκανε τουλάχιστον ένα μήνα να φτάσει στην οικογένειά του. Είχα την ευτυχία να γνωρίσω το νόνο και τη νόνα μου όταν το 1964 μετανάστευσα και εγώ στην Αμερική. Ποτέ δεν γύρισαν πίσω και γιά μένα αυτό ήταν ακατανόητο. Μαύρη πέτρα έριξαν φεύγοντας. Εγώ όμως κατάφερα πές πές να πείσω το νόνο μου να τον συντροφέψω σε ένα ταξίδι στην Πατρίδα άν μη τι άλλο να ανάψει ένα κερί στον τάφο των Γονιών του. Περίμενε πώς και πώς να τελειώσει το Σχολικό μου Έτος και καμάρωνε σε φίλους και γνωστούς πώς η 15χρονη εγγονή του θα τον συνοδέψει στην Ελλάδα. Δυστυχώς όμως ένα εμφραγμα του έκοψε το νήμα της Ζωής και της επιστροφής στην Πατρίδα. Έφυγε πανευτυχής με εισητήρια στην τσέπη και διαβατήριο ανανεωμένο. Παρόλο που μπορούσαμε να εξαργυρώσουμε τα εισητήριά μας λόγω θανάτου, μόνο το δικό μου ακύρωσα. Του γλυκού μου Νόνου το έβαλα στην τσέπη του. Ελπίζω να κανόνισε με το Μεγαλοδύναμο μιά θέση που να βλέπει το Νησί του και εμένα την εγγονή του που γύρισα πίσω και πηγαίνω συχνά στο ερειπωμένο από το σεισμό του 1953 σπίτι του. Εκεί στο σπιτι του γεννήθηκε και η λατρεμμένη μου μάνα.

Πέμπτη 26 Ιουλίου 2018

Απόλυτη ευτυχία

Ένα νιόπαντρο ζευγάρι από το Τσακαρισιάνο ήλθαν μετανάστες στη Νέα Υερσέη στη δική μας γειτονιά. Η κοπέλα ήταν ήδη έγγυος. Δέν γνώριζαν κανέναν και φυσικά λέξη Αγγλικά. Εκείνος στρώθηκε αμέσως στη δουλειά (λάτζα που αλλού για αρχή). Την πήγαινα στο δικό μου γιατρό και έκανα τον διερμηνέα τους. Νεαρές και οι δυό, Κεφαλονίτισες και οι δυό γίναμε φίλες γρήγορα. Ενοείται στη γέννα της ήμουν δίπλα της. Μιά γέννα τρομακτική με την ίδια να μη δέχεται με τίποτα καισαρική τομή γιατί ήθελε να κάμει λέει πολλά παιδιά. Επί πλέον ο Αποστόλης (σύζυγος) απών στον τοκετό γιά να μή χάσει μεροκάματο, θα τη σκότωνε λέει, αν έκανε καισαρική. Πιθανόν ο συγκεκριμένος να το ενοούσε. Πρέπει να σας εξομολογηθώ ότι τον μίσησα από τότε. Αφού λοιπόν παράδειρε πολλές ώρες κατάφερε να γεννήσει την κόρη της. Λίγες ώρες μετά έκαμε κατακλυσμιαία αιμοραγία και μου τηλεφώνησε ο γιατρός να πάω στο νοσοκομείο. Άφησα έξαλη τη δουλειά μου και τη βρήκα σε κατάσταση ένα βημα πριν τον τάφο. Ήλθε και ο συζυγάτορας ο οποίος είχε και μούτρα γιατί του έκαμε κόρη και την αποχαιρέτησα το βράδυ με τη βεβαιότητα ότι δεν θα την ξαναδώ ζωντανή. Ο γιατρός μου είπε<< οι πιθανότητες να ζήσει είναι πλέον στο χέρι του Θεού όχι στην επιστήμη>>. Πέρασα τη νύχτα ξάγρυπνη. Έδωσα το παρόν στη δουλειά μου για δύο ώρες και έφυγα για το νοσοκομείο αφού είχα τάξει για τη φίλη μου  λαγούς με πετραχήλια στην Παναγία. Μπήκα τρέμοντας στο μοναχικό δωμάτιο που την είχαν και τη βρήκα να θηλάζει για πρώτη φορά το μωρό της.  Ήταν ότι ωραιώτερο είδα ποτέ στη ζωή μου. Ένοιωσα απέραντη ευτυχία σαν να ήταν δικό μου παιδί. Το βάφτισα και το ονόμασα Αννέτα. Να σας πώ ότι έκαμε συνολικά έξι παιδιά όλα κορίτσια. Καλά του έκαμε του γρουσούζη. Ποτέ δεν παραδέχτηκε ότι αυτός ευθύνεται για το φύλλο του παιδιού. Κάθε φορά που του το έλεγα μου έκοβε την καλημέρα για μήνες παρ'ολο που με αγαπούσε. Εγώ πάλι όχι και τόσο γιά  να πώ την αμαρτία μου. Δεν τον χώνεψα ποτέ.

Τρίτη 17 Ιουλίου 2018

Αξέχαστο ταξίδι

Δύο αδελφές της νόνας μου, η Σπυριδούλα και η Μαρία, νεαρές έφηβες έγιναν νοσοκόμες στο Βαλιάνειο Νοσοκομείο  Αργοστολίου.  Τη Σπυριδούλα την ερωτεύτηκε παράφορα ένας Αθηναίος με καταγωγή από Ληξούρι ένα καλοκαίρι διακοπών πού αρρώστησε, και εκείνη ήταν η νοσοκόμα του. Την παντρεύτηκε και τον ακολούθησε στην Αθήνα. Ονομαζόταν Γιώργος Δανάλης και είχε τεράστια περιουσία , αμπέλια σταφίδας και κτήματα πολλά στην τοποθεσία Λογγός. Στρατιωτικός καριέρας χάρισε μιά παραμυθένια ζωή στη μικρή νοσοκόμα. Αμέσως την ακολούθησε στην Αθήνα και η Μαρία  τόσο όμορφη που την φώναζαν Γκρέτα Γκάρμπο. Την παντρεύτηκε και αυτή τραπεζίτης και πέθαναν και οι δύο 98 χρονών. Η μάνα μου μάζευε τις ελιές στα κτήματά τους και κάθε Φθινόπωρο πήγαινε στην Αθήνα τέσσαρους τενεκέδες λάδι στις αγαπημένες θείες. Με έπαιρνε μαζί της πάντα. Δύσκολα τότε τα ταξίδια. Τό  καράβι  έφευγε από το Αργοστόλι  και έφθανε στον Πειραιά το επόμενο πρωϊ. Στο κατάστρωμα λοιπόν του <<Κωστάκης Τόγιας>> ξενυχτάγαμε. Πού λεφτά για καμπίνα. Παρά πέρα κότες πεσκιέσια, κατσικάκια και κουβέρτες κατάχαμα. Σε ένα από τα ταξίδια μας που δεν ξεχνώ ποτέ (ήμουν μόλις 5 χρονών) ανέβηκε με συνοδεία χωροφυλάκων και με χειροπέδες ένα αμούστακο παληκαράκι κατά ομολογία δολοφόνος και κάθησαν κοντά μας. Ξέραμε όλοι ότι άλλος της οικογένειας έκαμε το φονικό και το φόρτωσαν στο δεκαπεντάχρονο αγόρι που λόγω ηλικίας θα είχε μικρή ποινή. Κίτρινο σαν λεμόνι και αδύνατο , περνώντας το θρυλικό Σχοινάρι άρχισε να ξερνάει και δεμένο με χειροπέδες γέμιζε τα ρούχα του εμετό και πνιγόταν. Η μάνα μου δεν άντεχε να το βλέπει να βασανίζεται και παρακαλούσε τους δεσμότες του να του βγάλουν τις χειροπέδες. <<Που θα πάει να φύγει? Θα πέσει στη θάλασσα?>> τούς έλεγε. Η μάνα μου ήταν καλονή. Από τις γυναίκες που δύσκολα αφήνουν ασυγκίνητους τούς άνδρες. Της έκαμαν το χατήρι και τον απελευθέρωσαν. Θυμάμαι που έγυρε το κεφάλι του στη ποδιά της μάνας μου και εκείνη του χάϊδευε τα σγουρά σαν δαχτυλίδι μαλιά του. <<Κάνε κουράγιο παιδάκι μου >> του έλεγε. <<Στις αγροτικές φυλακές που σε πάνε θα περάσουν γρήγορα τα χρόνια. Τα δεκαέξι θα γίνουν οχτώ. Να είσαι καλός και θα γυρίσεις σπίτι σου>>. Γαλήνεψε και αποκοιμήθηκε στην ποδιά της. Πέρασαν τά χρόνια εμείς ξενιτευτήκαμε και όταν οι γονείς μου μαζί μας επέστρεψαν στην Κεφαλονιά, το αγόρι αυτό οικογενιάρχης πλέον ήλθε στο σπίτι μας και έπεσε στην αγκαλιά της μάνας μου και της φιλούσε τα χέρια. Μάνα την είπε. Τι στιγμές ανεπανάληπτες!!!. Για λόγους ευνόητους δεν λέω ούτε όνομα ούτε χωριό γιατί υπάρχουν παιδιά του και εγγόνια του στη ζωή. Σημάδεψε αυτό το ταξίδι την ψυχή μου και δεν το ξεχνώ ποτέ.

Παρασκευή 6 Απριλίου 2018

Τραγούδι άγνωστου πατρός

Όταν πέθανε η εκ πατρός γιαγιά μου (η γλυκειά μου νόνα Χριστοθέα) ήμουν 12 χρονών. Μοιραζόμασταν ένα μικρό δωματιάκι, με τα κρεβάτια μας σε απόσταση αναπνοής. Πολλές νύχτες μετά από φασολάδες (συχνό πιάτο της φτώχειας), λόγω της ηλικίας της η ανάγκη της να ανακουφιστεί, υπερίσχυε των κανόνων καλής συμπεριφοράς, και αμόλαγε ξεγυρισμένες ομοβροντίες. Ξύπναγα όχι τόσο από τις κανονιές αλλά από την απαίσια μυρωδιά που τρύπωνε στα ρουθούνια μου. Έξαλλη της έλεγα <<Αύριο θα πώ της μάνας να κουβαλήσει το κρεβάτι μου στο σταύλο. Θα κοιμάμαι με το γάϊδαρό μας τον Δημοκράτη και τη γουρούνα μας την Καλλιρόη>>. Γέλαγε καλωσυνάτα και μου έλεγε <<Έλα τώρα κλείσε τα μάτια σου και θα σού πώ το τραγούδι της πορδής που μούλεγε η δικιά μου νόνα>>. Δεν το άκουσα ποτέ ολόκληρο γιατί μέ έπαιρνε αμέσως ο ύπνος. Πρίν λίγες μέρες το έλεγα στην υπέργηρη γειτόνισσά μου Λαμπρούλα Πολλάτου 93 χρονών και μού είπε ότι και η δικιά της νόνα τής έλεγε το τραγούδι της πορδής. Όχι μόνο το θυμάται αλλά και το έγραψε σε σχολικό της τετράδιο το οποίο ακόμα έχει. Μού το έδωσε η κόρη της Μαρία και το μοιράζομαι μαζί σας γιά να θυμηθούμε όλοι μαζί υπέροχες νόνες καί προνόνες μιάς μακρυνής απλούστερης εποχής. Τότε που τα παιδιά κοιμόνταν με τις  νόνες τους και έπαιρναν και έδιναν πολλή αγάπη. Τόση που και η μυρωδιά της πορδής ξεχνιόταν γρήγορα.

                      Πορδούλα καλώς εφάνης  να ζήσει εκείνος πού σέ βγάνει.
                     ή βροντιστούλα ή φυσιστούλα, να χαιρετιέσαι πρέπει όταν βγαίνεις
                     γιατί πλούσιος Λόρδος καί Μεγάλος, άν είχε κλάσει δεν θάχε σκάσει.

Πέμπτη 1 Μαρτίου 2018

Μετανάστες

Ο πρώτος μετανάστης της δικής μου οικογένειας ήταν ο πατέρας της μάνας μου ο Σπύρος Βαρδαραμάτος (ρέμπελος). Ο υπέροχος νόνος μου έφυγε το 1919 αφήνοντας πίσω τρείς κόρες με πρώτη τη μάνα μου Διαμαντίνα μόλις πέντε χρονών, την Κατερίνα τριών και τη Φωτούλα ενός.
Δύσκολα τα πράγματα τότε πέρασαν αρκετά χρόνια για να  μπορέσει να προσκλήσει την οικογένειά του Τα κατάφερε το 1934 αλλά η μάνα μου ήταν ήδη παντρεμένη από τα δεκαέξι της και είχε το πρώτο της παιδί. Έτσι δεν μπόρεσε τότε να φύγει. Ο μεταναστευτικός νόμος ούσα παντρεμένη δεν της έδινε προτεραιότητα. Χρόνια μετά έφυγε η πρώτη μου αδελφή, μετά το σεισμό έφυγαν και τα άλλα δύο μέλη της οικογένειας, κάπιοα στιγμή και οι γονείς μου με τελευταία μετανάστρια εμένα που με κάλεσαν αμέσως οι Γονείς μου επειδή ήμουν ανήλικο παιδί.
Τον πρόλαβα το νόνο μου και τον λάτρεψα. Δεν είχε ποτέ γυρίσει στην Ελλάδα παρ'όλο που είχε πολλές αδελφές και αδελφό αλλά τον ξεσήκωνα εγώ μιλώντας του για τις αδελφές του και νοστάλγησε να τις ξαναδεί. Είναι πολλές αλλά αναφέρω εκείνες που αγαπούσα πολύ. Θεία Μαρία Μαρκεσίνη (μάνα της Θάλειας Μαρκεσίνη-Λυκούδη), Βασιλική Λοράνδου (γιαγιά του Αλέκου του κρεοπώλη) Και του Νικόλα έμπορα εκκλησιαστικών ειδών και ακόμα πολλές άλλες. Φτιάξαμε διαβατήριο μές τη χαρά έτοιμος για την επιστροφή το 1965, τον πρόλαβε οξύ έμφραγμα και έφυγε για άλλο προορισμό.  Στην κηδεία του τον έψαλλε και ο Διονύσης Κωνσταντάκης (πατέρας του Άγγελου) φίλος μας αλλά και του νόνου μου φίλος. Ο ιερέας θυμάμαι εξοργιζόταν που ο Διονύσης έψαλλε όπως στο χωριό χωρίς να παραλείπει τίποτα.  Τού έκανε συνέχεια νοήματα να συντομεύει. Κατά την ανάγνωση της Αποστολικής Περικοπής που με δάκρυα διάβαζε ο Διονύσης του λέει από το Αγιο Βήμα  <<τέλειωνε αγαπητέ μου>>. Έξαλος ο Διονύσης του λέει << Άκου ωρέ αν βιάζεσαι πάρε φύγε. Θα πώ εγώ τα δικά σου. Ο παπούς μου ήταν ιερέας και εγώ σκοληταρούδι του (έτσι λέγανε τα παιδιά του Ιερού). Μπορώ να κάνω και τον παπά.>>  Πού να τολμήσει να μιλήσει άλλο. Λούφαξε στο Ιερό. Μέχρι και σήμερα υπάρχουν άνθρωποι πού μιλάνε για αυτό το κάζο. Έλαβε χώρα στο Binghampton New York στον ιερό Ναό Αγίας Τριάδος.

Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2018

Αποκριάτικα

Ο πατέρας μου ήταν πολέμιος του χορού και του γλεντιού. Ιδιαίτερα σοβαρός ίσως και λίγο ντροπαλός δεν πήγαινε ποτέ στα χορευτικά δρώμενα του χωριού μας. Με το που άνοιγε λοιπόν το Τριώδιο άρχιζε τις φοβέρες. Μια που είχαν μεταναστεύσει τα αδέλφια μου και είχα μείνει μοναχοπαίδι, οι φοβέρες προορίζονταν αποκλειστικά για μένα. <<Προσέξτε καλά μη σας δώ μες στους δρόμους να χορεύετε σα μόμολες. Δεν θέλω η θυγατέρα μου να γίνει τραγουδίστρα και χορεύτρα. Θέλω μόνο να μάθει γράμματα. Αν πάτε θα σας κόψω τα πόδια>>. Κοριτσάκι εγώ έκλαιγα για μέρες. << Άστονε να λέει παιδάκι μου τον πατέρα σου. Εμείς θα πάμε και θα μείνει στην κακιά του χάρη>> μέ παρηγόραε η μάνα. Και έτσι γινόταν κάθε χρόνο. Πέρναγε από το χοροστασιό μάς έριχνε άγριες ματιές μα ποτέ δεν μας τράβηξε για το σπίτι. Ξέραμε όμως ότι στό σπίτι μας περίμενε καυγάς βαρύς. Μόνο λόγια βέβαια γιατί ποτέ δεν φάγαμε από τον πατέρα μας ούτε χαστούκι. Η μάνα φρόντιζε για τα ησυχώτερα. Μη μας ακούσει και η γειτονιά πού κρυφάκουγε.
Επιστρέφαμε λίγο πριν γυρίσει ο πατέρας από το καφενείο. Η μάνα ξάπλωνε στο κρεβάτι δίπλα σε μια καρέκλα είχε μια λεκάνη με νερό και εγώ έβρεχα μια καθαρή πετσέτα, την έστιβα καλά και την έβαζα στο κεφάλι της (σύμφωνα με τις οδηγίες της).Κολπάκια δηλαδή. Με το πού έμπαινε ο πατέρας και βρυχάτο σαν θηρίο ανήμερο, μόλις  έβλεπε τη μάνα με την πετσέτα στο κεφάλι και εμένα με ύφος μικρού ορφανού, πάγωνε. <<Τι συμβαίνει Διαμαντίνα μου>>? <<Δεν καταλαβαίνεις Σπύρο μου τι συμβαίνει? Τα καταραμένα γυναικολογικά μου>>. Μαγικές λέξεις και το θηρίο μας γινόταν αρνάκι. Κάθε χρόνο η ίδια ιστορία παιζόταν για να μη στεναχωρηθώ εγώ αλλά και γιατί η μάνα λάτρευε το γλέντι. Το περίεργο είναι ότι στα βαθειά του γεράματα ο πατέρας πού ίσως έχανε λίγο λάδια, τραγουδούσε με στεντόρια φωνή παλιά τραγούδια με προτίμηση στο <<σαν πάει με το γαϊδουράκι τα φρούτα της στην αγορά>> και χόρευε φοξ τρότ τέλεια. Γονείς μου λατρεμμένοι Άγια η Ψυχούλα σας.

Δευτέρα 5 Φεβρουαρίου 2018

2020 Έτος Μελίνα Μερκούρη

Μιά Γυναίκα πού απρόκλητα και τυχαία έπαιξε σημαντικό ρόλο στη ζωή μου δύο φορές. Το 1968 που έκανε τον αγώνα της κατά της δικτατορίας με το κόκκινο φόρεμά της, και μαζί της φωνάζαμε και εμείς οι νέοι που είχαμε σχέση με το τότε Π.Α.Κ. και διαδηλώναμε στην πέμπτη λεοφόρο στη Νέα Υόρκη. Ήταν η χρονιά που ζήτησα εργασία στο μεταφραστικό τμήμα του Δικαστηρίου στη Νέα Υερσέη. Έδωσα τις απαιτούμενες Ακαδημαϊκές εξετάσεις, πέτυχα σε όλες και απέμενε η συνέντευξη (το γνωστό Ίντερβιού) με τον προσωπάρχη πολύ καθοριστική. Μέ ρώτησε πολλά και διάφορα και αιφνιδιαστικά μού είπε <<Συμφωνείς με τις ύβρεις πού εξαπολύει για τους Αμερικανούς η Μελίνα Μερκούρη>>? Πάγωσα γιατί παιζόταν η πρόσληψή μου. Με σθένος όμως του απήντησα <<συμφωνώ και επαυξάνω>>. Σηκώθηκε όρθιος και με θερμή χειραψία μου ανακοίνωσε <<Προσλαμβάνεσαι>>. Το 1994 ήλθε στο Αργοστόλι για τα εγκαίνια του Θεάτρου μας και είχα τη χαρά να τη φιλοξενούμε στο Ιόνιαν Πλάζα όπου ήμουν προϊσταμένη Υποδοχής. Ήταν τότε βεβαρυμένη η υγεία της πολύ .Έμεινε κοντά μας  μιά εβδομάδα και  κατέβαινε στη ρεσεψιόν για τον απογευματινό της καφέ τον οποίον δεν ήθελε στο δωμάτιό της αλλά στο σαλόνι  γιά να κουβεντιάζει μαζί μου. Ήμουν τότε κοινοτική σύμβουλος στα Φαρακλάτα επί προεδρίας Κώστα Καλογηράτου. Της μίλησα για ένα σχολείο που στάθηκε όρθιο στο σεισμό του 1953. Ένα υπέροχο νεοκλασικό που θέλαμε να γίνει πολιτιστικό κέντρο αλλά δεν υπήρχαν χρήματα. <<Τίποτα δεν γίνεται χωρίς καλή μελέτη>> μου είπε. Εμείς είχαμε κάνει μιά θαυμάσια μελέτη που κόστισε τότε οκτακόσιες χιλιάδες δραχμές. <<Να μου τη φέρεις να την πάρω μαζί μου>> μου είπε. << Έχεις το λόγο μου θα την προωθήσω αμέσως και θα πάρετε επιδότηση>>. Ο άνδρας της τηλεφώναγε κάθε μέρα και πριν τον συνδέσω μαζί της με ρώταγε πώς τη βλέπω. Την ημέρα που με αποχαιρέτησε της είπα <<θά εγκαινιάσετε καί το δικό μας πολιτιστικό κέντρο.>> Και μου απάντησε <<Όχι Καλή μου. Φεύγω αμέσως για Αμερική επειδή επιμένει ο Τζούλη μου. Θα επιστρέψω όμως στην Ελλάδα όχι με τους επιβάτες αλλά με τις αποσκευές. Είμαι όμως ευτυχισμένη που τελευταία πράξη μου ως Υπουργός Πολιτισμού και κυρίως ως καλιτέχνιδα, είναι τα εγκαίνια ενός υπέροχου Θεάτρου σε ένα υπέροχο νησί>>. Πράγματι επαληθεύτηκε η προφητεία της. Με πολύ γοργούς ρυθμούς μας δόθηκε η επιδότηση και το όμορφο  αυτό διατηρητέο έγινε το πολιτιστικό μας κέντρο. Θα τη θυμάμαι πάντα. Μονίμως όμως με το τσιγάρο της άσβεστο. Ήταν  τό πάθος της δυστυχώς.

Τρίτη 30 Ιανουαρίου 2018

Σήματα Μόρς

Εκείνον τον Σεπτέβρη του 1939 δυό πρωτοξάδελφα γεννήθηκαν σχεδόν την ίδια ώρα. Ο δικός μου Γιώργος Πολλάτος του Ευαγγέλου (της φωτό.) και ο ξαδέλφος του Μάκης Πολλάτος του Κωνσταντίνου. Συχνά μου έλεγε η πεθερά μου ότι ο πρακτικός μας γιατρός ο Νίκος Κοσμάτος έφευγε από την πεθερά μου για νά παρακολουθεί την πορεία και της κουνιάδας της επιτόκου. Τα δυό παιδιά μεγάλωσαν μαζί τέλειωσαν τα σχολεία τους μαζί, σπούδασαν μηχανικοί Εμπορικού Ναυτικού υπηρέτησαν στο Πολεμικό Ναυτικό μαζί και μαζί έκαμαν το πρώτο τους μπάρκο. Σε διαφορετικά βέβαια καράβια των Βεργωτέων.  Στην πορεία συγχρόνως πήραν το πτυχίο του τρίτου του δευτέρου και πάει λέγοντας. Εκ των πραγμάτων λοιπόν δεν μπόρεσαν ποτέ να συνυπάρξουν στο ίδιο καράβι. Είχαν δε πικρία που ποτέ δεν έτυχε να βρεθούν σε κάποιο λιμάνι του κόσμου ενώ με πολλούς άλλους Κεφαλονίτες διασκέδασαν σε μπάρ λιμανιών. Κάποτε στο Τόκυο, ο Γιώργος συναντήθηκε με το Μάκη το Σολδάτο  καπετάνιο, (ο πατέρας του έφτιαχνε παπούτσια) σε μαγαζί στο κυνήγι πεταλούδων,  και μέχρι που πέθανε ο Μάκης κάθε φορά που τον βλέπαμε ταξίδευαν σε αυτή τη συνάντηση. Ώσπου μιά αξέχαστη μέρα τον ενημέρωσε ο Μαρκόνης ότι τα δύο Βεργωτέϊκα καράβια θα διασταυρώνονταν αρκετά κοντά,  στη θάλασσα της Κίνας. Συνενοήθηκαν οι δύο Μαρκόνηδες και ανέβηκαν τα δυό ξαδέλφια στο κατάστρωμα και ειδωθήκανε με αυτόν  τον  αναπάντεχο τρόπο. Είδαν τα σώματά τους σαν σχήματα  γιατί η απόσταση δεν επέτρεπε καθαρή εικόνα. Σφύριξαν τα καράβια τους και με καθρέφτες έστειλαν και οι δύο τα δικά τους σήματα Μόρς. Ο Μάκης ζεί στην Αμερική. Όταν έρχεται το θυμούνται και κλαίνε. << Τόση συγκίνηση>> μού λέει ο Γιώργος, <<δεν θα ένοιωθα ακόμα και άν συναντούσα την αδελφή του Μέγ'Αλέξανδρου τη γοργόνα>>. Νομίζω κάθε Ναυτικός θα συμφωνούσε μαζί του. Τις πιό όμορφες ιστορίες τις γράφει η Ζωή.

Κυριακή 7 Ιανουαρίου 2018

Πρωτοχρονιές σε λιμάνια ξένα

Παραμονή Πρωτοχρονιάς του 1967 Ο μαστροΓιώργης Πολλάτος βρέθηκε σε μακρυνο λιμάνι. Το βράδυ βέβαια βγήκε με τούς συναδέλφους μηχανικούς και τον καπετάνιο του (Ο Λευκαδίτης Διονύσης τέως Νομάρχης) για ξεφαντώματα , μεθύσια, χορό και κυρίως πρός άγραν πεταλούδων της νύχτας. Λίγο πριν χαράξει έπρεπε να επιστρέψουν στο καράβι τους. Ο μαστρογιώργης θα κατέβαινε στη μηχανή στις έξι το πρωί. Στο δρόμο ξέμεινε λίγο από την παρέα του για να καταβρέξει ως κάνουν και τα σκυλιά ένα τοίχο σε κατασκότεινο δρομάκι. Αφού ανακουφίστηκε συνέχισε την πορεία του προς  το καράβι τρεκλίζοντας σαν τον Ορέστη Μακρή στην ταινία (Ο μπεκρής) για να βρεθεί ξαφνικά μέσα σε ένα λάκκο δύο μέτρων και βάλε. Ο πόνος του πήρε για αρκετή ώρα τη μιλιά. Όταν συνήλθε οι υπόλοιποι μεθυσμένοι βρίσκονταν  ξεροί στα κρεβάτια τους. Τις κραυγές του άκουσε μια από τις πεταλουδίτσες που σχόλασε, και κάλεσε ενισχύσεις. Τον οδήγησαν στο καράβι του σε αθλία κατάσταση. Ο απολογισμός τρία ραγισμένα πλευρά και μώλωπες σε διάφορα σημεία του σώματος. Αυτό που τόν έσωσε από ρήξη πνευμόνων ήταν μιά πολύ φαρδιά και παχυά ζωστήρα, πολύ στη μόδα τότε με τα παντελονια καμπάνα. Τα κοφτερά μυτούλια στο χείλος του λάκκου είχαν τρυπήσει τη ζώνη σε πολλά σημεία. Με λίγα λόγια είχε Άγιο. Ξέρω πως κάθε φορά που άραζαν στο συγκεκριμένο λιμάνι η πεταλουδίτσα ανέβαινε στο καράβι και όταν ο μαστρογιώργης κατέβαινε στη μηχανή έδινε εντολή στον καμαρώτο του να της πάει πρωινό στην καμπίνα του. Βέβαια δεν μου πέφτει λόγος γιατί η δική μας σχέση ΄ξεκίνησε πολύ αργότερα  και πολύ εκτιμώ το γεγονός ότι πάντα σεβόταν και εκτιμούσε τη γυναίκα όποια και άν ήταν. . Πιθανόν  η πεταλούδα να είναι ήδη σε τόπο χλοερό. Άν είναι έτσι Θεός σχωρέστην. Άν ζεί ώρα της καλή που  γλύτωσε το Γιώργο μου.