Δευτέρα 12 Φεβρουαρίου 2024

Ντάμα στό Μπουφέ

 Μετά το σεισμό του 1953 ο πατέρας μου έστησε ένα ωραίο καφενείο το οποίο λειτούργησε από το 1953 μέχρι το 1961. Στρατιώτες τότε είχαν στρατοπεδεύσει στο χωριό μας τα Φαρακλάτα, καί παρέμειναν δύο χρόνια. Επίσης πολλά μαστόρια από την Ήπειρο καί άλλα μέρη της Ελλάδας, είχαν έλθει στο Νησί  λόγω ανοικοδόμησης. Άρχισε λοιπόν να βγαίνει μεροκάματο και αυτό οδηγούσε τούς νέους σε όμορφα γλέντια και χορούς. Ο πατέρας μου πέρα από το γραμμόφωνο με το τεράστιο χωνί και τον σκύλο ζωγραφιά (his master's voice) τα Σαββατόβραδα έφερνε ορχήστρα. Χαράς Ευαγγέλια δηλαδή για τα νιάτα. Τα κορίτσια όμως δύσκολα δέχονταν να χορέψουν με τούς νέους. Ίσως γιατί ντρέπονταν, ίσως γιατί δεν γουστάραν τον καβαλιέρο, ίσως γιατί ήταν πονηρούλες καί χαμηλοβλεπούσες. Μιά παραμονή Πρωτοχρονιάς αγκαζάρισαν το καφενείο μας μερικά παλληκάρια κυρίως Πολλάτοι πού έμεναν στο Αργοστόλι, Παυλάτοι που είχαν νταμάρι , και πολλοί άλλοι και για να σιγουρευτούν ότι όλοι θα έχουν ντάμες, και οι ωραίοι και οι άσχημοι, κατέφυγαν στο κόλπο ΝΤΑΜΑ ΣΤΟ ΜΠΟΥΦΕ. Αυτό σήμαινε ότι μετά από κάθε χορό η ντάμα συνοδευόμενη από τον καβαλιέρο της πήγαινε στο μπουφέ και έπαιρνε όποιο γλυκό της άρεσε. Εννοείται μπορούσε να τα πάρει καί σπίτι της για τα αδελφάκια της. Πόσα νά έτρωγε άλλωστε. Θα την έπιανε και το στομάχι της. Θυμάμαι υπέροχες περίτεχνες παστούλες όλων των ειδών από τη Βοσκοπούλα. Έτσι καμία δεν αρνιόταν να χορέψει γιατί το γλυκό ήταν πειρασμός πολυτελείας. Έβγαζε  ο πατέρας μου όλα τα τραπέζια και έβαζε γύρω γύρω στον τοίχο καρέκλες. Ένα μακρόστενο τραπέζι με τα γλυκά και γινόταν μια μεγάλη σάλα χορού. Αξέχαστες βραδυές. Δεκάχρονη εγώ γυρόφερνα με χόρευαν όλοι και μάζευα και εγώ τις παστούλες μου. Ο πρώτος που με δίδαξε χορό από τα 8 μου χρόνια ήταν ο Φάνης Πολλάτος (σέσουλας) πού έμελλε να γίνει και πρώτος μου ξάδελφος αφού παντρεύτηκα το Γιώργο Πολλάτο. Είμαι γεμάτη υπέροχες αναμνήσεις και αξέχαστες μικροχαρές. Είμαι αληθινά ευγνώμων .