Παρασκευή 27 Μαρτίου 2020

Γάμοι της ξενιτιάς

Στο μεταφραστικό τμήμα του Δικαστηρίου, στη Νιούαρκ της Νέας Υερσέης όπου εργαζόμουν ως διερμηνέας  γιά τούς Ελληνες ,μπόρεσα να βοηθήσω πολλούς λαθρομετανάστες να έχουν καλή μεταχείρηση και πολλοί απέφυγαν την απέλαση. Είχαμε τότε Γερουσιαστή της Νέας Υερσέης (New Jersey state) τον Πίτερ Ροντίνο (Peter Rodino) ο οποίος ήταν προσωπικός μου φίλος και ο οποίος είχε εξουσία στο μεταναστευτικό. Συμπαθούσε τούς λαθραίους γιατί ο παππούς του Ιταλός,  τόσκασε από καράβι και έμεινε στην Αμερική. Συμπαθούσε πολύ και εμένα και μου έλεγε. <<Πές στούς λαθραίους να μη φοβούνται αρκεί να είναι καθ'όλα νομοταγείς. Τούς ξέρουμε όλους αλλά δεν τούς πειράζουμε εκτός άν κάποιος τούς καταδώσει>>. Εννοείται υπήρχαν και ρουφιάνοι καί τότε εξαναγκαστικά κατέληγαν στη φυλακή. ΄Τούς συμβούλευα  να δηλώσουν ότι θα πληρώσουν οι ίδιοι για να φύγουν από τη χώρα και αυτό τούς έδινε χρόνο να νομιμοποιηθούν μέσω γάμου η τούς έδινε το δικαίωμα να προσκληθούν και να επιστρέψουν νόμιμοι μετανάστες μελλοντικά. Οι περισσότεροι κατέφευγαν σε εικονικούς γάμους με τσουχτερό κόστος και νομιμοποιούντο. Αυτή ήταν συμβουλή του υπέροχου Γερουσιαστή μου. Η φήμη μου ταξίδευε από καράβι σε καράβι και το τηλέφωνό μου χτύπαγε συχνά για βοήθεια στούς ναυτικούς πού τόσκαγαν. Μία μέρα μου τηλεφώνησε και ο γαμπρός της φωτογραφίας. Χωριανός μου Ο Σπανός Γιώργος (καναέλος) από τα Φαρακλάτα. <<Βρίσκεται το καράβι μου στο Μπαγιόν και θέλω να μείνω έξω. Θα με βοηθήσεις?>>με ρώτησε,. <<Έχει ανέβει στο καράβι ο υπεύθυνος μεταναστευτικού. Καί άν ανέβηκε σού έδωσε άδεια εξόδου?>>τον ρώτησα γιατί μόνο έτσι μπορούσα να βοηθήσω. <<Μου έχει δοθεί άδεια τριών ωρών>> μου είπε. <<Μην κουνηθείς και έρχομαι>>του είπα. Στήν  ετήσια χοροεσπερίδα του συλλόγου <<Αίνος>> γνώρισε τη νύφη της φωτογραφίας μιά υπέροχη Ελληνίδα γεννημένη στην Αμερική. Εννοείται τότε ήμουν νεαρή ανύπανδρη και ζούσα με τούς Γονείς μου. Ένας υπέρλαμπρος γάμος στον οποίο βρεθήκαμε πολλοί Φαρακλάδες όπως ο Διονύσης Κωνσταντάκης, Καλλιρόη και Χρήσος Θεοφιλάτος Ο ξάδελφός του Διονύσης Σπανός (κουμπουρά) Σταύρος Πολλάτος (του πασά) και άλλοι. Ζήτησε από τούς Γονέίς μου να σταθούν δίπλα του σαν Γονείς του στη φωτογραφία πού βλέπετε.  Έκαμαν τρείς όμορφες κόρες αλλά δυστυχώς η υπέροχη Βαρβάρα πέθανε λίγο μετά τα πενήντα της από οξύ έμφραγμα. Τη θυμάμαι πάντα με αγάπη.

Κυριακή 8 Μαρτίου 2020

Μπακαλάος

Μπακαλάο ή μπακαλέο τον λέγαμε και τον λέμε ακόμα στην Κεφαλονιά. Ήταν το έδεσμα της φτώχειας. Φτηνό μα νόστιμο και υγειινό ψάρι. Από βραδύς στο μόσκιο για να ξαρμυρήσει το φτιάχνανε οι μανάδες μας σκορδαλιά, σωφυγάδο με πατάτες, νερόβραστο με λάδι και λεμόνι άσπρος σαν χιόνι, πλακί στο φούρνο , και υπέροχη μπακαλεόπιτα. Τρέχουν τούτη τη στιγμή τα σάλια μου. Στην εξοχή τον τρώγαμε όπως ήταν με το αλάτι του με ωραίο σπιτάτο ψωμί και όσο νερό και νά  είχαμε στα παγούρια δεν μας έφτανε. Λυσάγαμε στη δίψα δηλαδή αλλά επιμέναμε να τόν τρώμε έτσι με το αλάτι. Θυμάμαι ένα γείτονα πού κουβαλούσε φύλλα μπακαλάου τα οποία οι μπακάληδες τα απέσυραν γιατί χωρίς ψυγεία τότε μπαγιατεύανε και τα είχαν γιά πέταμα. Ο γείτονας λοιπόν τούς εφερνε σπίτι του και τούς μαγείρευε μιά χαρά. <<Θα πεθάνεις μπάρμπα του έλεγε η γειτονιά που τρώς αναμένους μπακαλάους>>. <<Να κάνετε τη ρόκα σας και να μη σας νοιάζει. Δεν θα σας κάμω το τραπέζι>> μάς έλεγε. Πέθανε το 1954 σε ηλικία 105 χρονών αφού είχε φάει όλους τούς αναμένους μπακαλάους από το μονοπώλειο τού Αντωνάτου και τα μπακάλικα του Αργοστολιού. Σήμερα  ο μπακαλάος της φτώχειας είναι πανάκριβος και κοντεύει να εξαφανιστεί. Νόστιμος αλλά για μια οικογένεια πού πρέπει να αγοράσει τουλάχιστον δύο φύλλα δεν είναι εύκολο να τον φάει συχνά. Μόλις φούρνισα και εγώ μπακαλεόπιτα και οι μυρωδιές με ταξίδεψαν στα παιδικά μου χρόνια και είπα να τα μοιραστώ μαζί σας. Τίς γυναίκες τού τότε τις αποκαλούσανε πάντα σχεδόν με το όνομα του άντρα τους. Τον πατέρα μου τον λέγανε Σπύρο και η μάνα μου από Διαμαντίνα τη λέγανε Σπύρενα. Έτσι είχαμε και τη θειά Κωσταντού από τον Κωσταντή της. Γλυκύτατη γριούλα αλλά γκρινιάρα μονίμως. Καθάριζε σχεδόν καθημερινά στο σκαλί της πόρτας της αγριολάχανα λόγω φτώχειας. <<Πάλι λάχανα θειά Κωσταντου>> τις λέγανε οι γειτόνισες. Καί κείνη με μια υποψία παράπονου που προσπαθούσε να καμουφλάρει με οργή, έλεγε, <<Φάτε σείς τσού μπακαλάους και γώ τρώω τα λάχανα>>. Καί μόλις απομακρύνονταν οι γειτόνισες παιδούλα εγώ και περίεργη την άκουγα να συμπληρώνεi <<πού να σας κόψουνε τα άντερα οι μπακαλάοι σας>> Απόλυτη φτώχεια η θειά Κωσταντού αλλά δεν δεχόταν να της προσφέρεις ένα αυγό. Άγιες οι ψυχούλες σας όλων.