Τήν Άνοιξη του 1953 μιά αδελφή του πατέρα μου η Άννα , μιά πανέμορφη ξανθή με μάτια γαλάζια σάν το Ιόνιο, μόλις 30 χρονών διαγνώστηκε με νόσο χάνσεν. Δηλαδή λέπρα. Κάποιες περίεργες κοκκινίλες στο δέρμα της θορύβησαν τον πατέρα μου και την πήγε αμέσως στον Γεράσιμο Βανδώρο τον παθολόγο. Αυτός κάλεσε τον μικροβιολόγο τον Κουρβισιάνο και ταχύτατα διαγνώστηκε με την φοβερή για τότε νόσο της λέπρας. Ήμουν μόλις 7 χρονών και θυμάμαι τον πατέρα μου και την αδελφή του να επιστρέφουν στο χωριό με συνοδεία χωροφύλακα για να πάρουν λίγα ρούχα οδηγήθηκαν αμέσως σε απομόνωση στο Βαλιάνειο νοσοκομείο Αργοστολίου καί το επόμενο πρωί πάντα με τον χωροφύλακα επί ποδός, πήραν το καράβι για την Αθήνα. Κατευθείαν οδηγήθηκαν στο λοιμωδών νόσων στη Αγία Βαρβάρα όπου κλείστηκε η θεία μου για νοσηλεία. Είχε ήδη βρεθεί φάρμακο και η Σπιναλόγκα είχε κλείσει. Ο πατέρας μου επέστρεψε συγκλονισμένος από αυτή την αποστολή. Έγινε σε όλους μας έλεγχος όχι μόνο της οικογένειας αλλά και δυο φιλενάδων της θείας μου. Η μία ήταν η Ανδρονίκη Πολλάτου (μαβρατζα) και η Κούλα Πολλάτου (του φρίγκου). Όλοι μας αρνητικοί παρ'ολο πού είχαμε στενή σχέση μαζί της. Κάθε καλοκαίρι η μάνα μου πήγαινε στην Αθήνα ανελιπώς στίς αδελφές της μάνας της πού μάζευε τις ελιές τους και τούς πήγαινε το λάδι τους. Με έπαιρνε πάντοτε μαζί της. Πηγαίναμε στο λοιμωδών στην Αγία βαρβάρα να δούμε τη θεία μου. Ο θυρωρός έλεγε στη μάνα μου <<Βρέ ευλογημένη άσε το παιδί εδώ μαζί μου. Μην το εκθέτεις στον κίνδυνο να κολλήσει>>. Η μάνα μου δέν πίστευε ποτέ ότι κινδυνεύαμε. <<Άκου αφέντη μου το κοριτσάκι μου κοιμόταν συχνά στην αγκαλιά της θείας της και δεν κόλλησε τίποτα>> τού έλεγε. Η θεία μου λοιπόν μοιραζόταν ένα θαυμάσιο δωμάτιο με μία άλλη νέα κοπέλα τη Γιωργία. Πολλές φορές μιάς έπιανε μεσημέρι και βάζανε ένα καθαρό σεντόνι στο κρεβάτι όπου εγώ κοιμόμουνα του καλού καιρού. Στούς έξι μήνες η αγαπημένη μου θεία είχε γίνει εντελώς καλά. Παρέμενε όμως έγκλειστη συνολικά ένα χρόνο. Το κράτος τούς έδινε την ευκαιρία να μείνουν εντός τών τειχών σε σπιτάκια ή τους χάριζε μικρά οικόπεδα. Ενοείται οι έχοντες τα φοβερά σημάδια της νόσου έμεναν εντός των τειχών Η Θεία μου πανέμορφη και πεντακάθαρη δέχτηκε το οικοπεδάκι πού της χάρισαν. Στο Χαιδάρι. Ο πατέρας μου πήγε στην Αθήνα και έμεινε 1 χρόνο για να της φτιάξει το σπιτάκι της. Ο κήπος της ήταν έργο τέχνης. Λουλούδια και λαχανικά. Δίπλα της ακριβώς και η κοπέλα πού νοσηλεύτηκαν μαζί η Γιωργία. Μού έδινε τόση χαρά να τις επισκέπτομαι. Ένας υπέροχος άνδρας ο Παναγιώτης έχασε τη γυναίκα του σε τροχαίο καί έμεινε με το αγοράκι τους 3 μηνών. Κάποιος του προξένεψε τη θεία μου. Χωρίς κανένα δισταγμό και άσχετος ο ίδιος με τη νόσο, την παντρεύτηκε. Πήγα στο γάμο της λίγο πρίν φύγω για Αμερική το 1963. Ήταν τότε 37 χρονών και πανέμορφη. Ενοείται πούλησε το σπιτάκι στο Χαιδάρι και μετακόμησε στο δικό του στην Αγία Βαρβάρα. Το μωράκι αυτό γέμισε τη ζωή της. Το 1973 πού ήλθα διακοπές δεν θυμόμουνα τον αριθμό τού σπιτιού τους αλλά είπα στον ταξιτζή θα ανεβούμε την Μιχαλακοπούλου στην Αγία Βαρβάρα και σε μεγάλο πέτρινο σκαλί πού θα κάθονται πολλές γυναίκες είναι το σπίτι της θείας μου. Πράγματι στο σκαλί της περιτριγυρισμένη από πολλές πανέμορφες τσιγγάνες είχε κουβεντολόι η λατρεμένη μου θεία Άννα. Γυρίσαμε καί εμείς οριστικά στην Κεφαλονιά και τα καλοκαίρια ερχόταν στο νησί μας. Γεύτηκε την απόλυτη ευτυχία και έφυγε στα 90 της χρόνια. Το μωράκι που ανάστησε ο Γιωργάκης της έκαμε εγκόνια καί στο τέλος της ζωής της της άλαζε τα γεροντικά της μπεμπιλίνο. Έδωσε πολλή αγάπη και πήρε πολλή αγάπη. Θα την θυμάμαι πάντα.