Παρασκευή 5 Σεπτεμβρίου 2025

Μνήμη ελέφαντα


 Στά δώδεκα χρόνια μου χειρουργήθηκα από κύστη του κόκκιγος  σε ιδιωτική κλινική στην Αθήνα. Ο κόκκις  είναι το  σημείο  πού τελειώνει η  σπονδυλική στήλη. Η λεγόμενη ουρίτσα. Σπάνιο για κορίτσι αλλά έτυχε σε μένα. Μιά μικρή χειρουργική κλινική δύο ορόφων κοντά στον Άγιο Παντελεήμονα πού έφερε το όνομα Άγιος Μηνάς. Έτος 1963. Τρία νεοσύλεκτα φανταράκια κουρεμένα με την ψιλή , χειρουργήθηκαν μαζί με εμένα. Γιατρός μας ο υπέροχος Γεώργιος Γαλάνης. Νοσηλευτήκαμε 27 ολόκληρες μέρες με καθημερινές αλαγές στην παρωχέτευση και ύπνος μόνο μπρούμυτα. Μια Προισταμένη η Αντωνία και τρείς νοσοκόμες όλες κούκλες. Η Σμαρούλα, η Αντιγόνη και η Σοφία. Η Σμαρούλα Κεφαλονίτισσα. Τα φανταράκια με είχαν ταχυδρόμο για τα ραβασάκια πού έγραφαν στις νοσοκόμες . Οι νοσοκόμες μου έδιναν τις απαντήσεις τους. Ερωτικά παιχνίδια εποχής. Στη διάρκεια της νοσηλείας μας μπήκε επειγόντως νεαρός Γιατρός με σκολεικοειδήτηδα συνοδευόμενη από περιτονίτιδα. Το όνομά του Γιώργος Γιώτης. Ήταν 27 χρονών. Η νεαρή του γυναίκα επίσης γιατρός ήταν ετοιμόγεννη. Οι Γονείς του θρηνούσαν γιατί ήταν κυριολεκτικά ετοιμοθάνατος για πολλές μέρες. Παιδούλα εγώ και περίεργη γυρόφερνα στα δωμάτια και καθόμουνα στο δικό του ανενόχλητη κάνοντας παρέα στούς Γονείς του. Άν και σχεδόν σε κώμα ήταν κούκλος. Νομίζω τον ερωτεύτηκα άν και μόνο 12 χρονών. Γέννησε η γυναίκα του αγοράκι ενώ αυτός χαροπάλευε. Έμελλε όμως να ζήσει. Στο καθιστικό της κλινικής υπήρχε μόνο ένα  τηλέφωνο. Θυμάμαι υποβασταζόμενος από τα φανταράκια και τη Σμαρούλα με τα πόδια του κρεμασμένα άτονα, κατάφερε να συρθεί μέχρι το τηλέφωνο και να μιλήσει στον πατέρα του. Με φωνή σαν να βγαίνει από τάφο του είπε <<Πατέρα να μας Ζήσει και να σου μοιάσει>>.Αμέσως μετά λυποθήμησε.  Παρούσα εγώ η αναιδής και περίεργη μικρή.

Πέρασαν χρόνια και χρόνια. Ο Βαγγέλης Κεκκάτος πατέρας του σκηνοθέτη μας Βασίλη Κεκκάτου, διοργάνωνε συνένδρια στο θέατρο Κέφαλος. Ιατρικά σπουδαία συνένδρια με πολλή επιτυχία. Τούς Καθηγητές όλων των ειδικοτήτων τούς έφερνε σε μένα στο IONIAN PLAZA γιατί με εμπιστευόταν. Ανάμεσά τους ο Χαρτοφυλακίδης, ο Κρεμαστινός, Ο Σουκάκος και ο Γεώργιος Γιώτης. Όταν τον είδα να μπαίνει τον αναγνώρισα αμέσως. Τριανταπεντάρα εγω και εκείνος  εξηνταπεντάρης. Δεν μίλησα πρίν να δω την ταυτότητά του για επιβαιβέωση. Το επόμενο πρωί μετά το πρωινό τού θύμησα όλα όσα γράφω. Εκείνο που τον συγκλόνισε γιατί δεν  το  θυμόταν ήταν αυτό που είπε στον πατέρα του  <<Να μας ζήσει και να σου μοιάσει>>. Δεν μπορούσε να σταματήσει να κλαίει. Κάλεσε όλους τους Καθηγητές και με ανάγκασε να επαναλάβω όλα όσα του είπα. Η Γυναίκα του τρελάθηκε όταν της είπα ότι τη μέρα πού την πιάσανε οι πόνοι τής γέννας και έφυγε από το πλάι του για πρώτη φορά, φορούσε μπλέ ταγιέρ εγκυμοσύνης με λευκό δαντελένιο γιακά. Αυτό ήταν και το μοναδικό τους παιδί πού σήμερα είναι Καθηγητής Ορθοπεδικός. Μού δήλωσαν οι Καθηγητές ότι έχω μνήμη Ελέφαντα. Μακάρι ο Θεός να μου επιτρέψει όσο ζω να θυμάμαι.