Όλο το χειμώνα το πατερό μας έρημο και μόνο δεν έβλεπε την
ώρα να έλθει ο Μάης για να ζεσταθεί από τις κουβέντες και κυρίως από τους
πισινούς των γυναικών οι οποίες και το
χειμώνα συνέχιζαν τις συναντήσεις τους σε μικρότερο βέβαια αριθμό ατόμων, πότε
στο ένα μαγερειό πότε στο άλλο. Γύρω από τη φωτιά με την κατσαρόλα στην
πιρωστιά όπου έβραζαν νόστιμα όσπρια,
μυρωδάτα τσιγαρίδια, πατάτες σωφιγάδες και από καμιά φορά αλλά σπάνια κρέας. Συχνά
στη χόβολη ψήναμε γλυκοπατάτες και κυδώνια. Εκεί ζεσταίνονταν και παγωμένα
πόδια και χέρια και ως συνέπεια του ζεστάματος βουρλίζονταν οι χιονίστρες και
τρελαινόμαστε στη φαγούρα. Ένα τέτοιο παγωμένο χειμώνα πέθανε ένας μπάρμπας του
πατέρα μου. Πήγαμε όλοι στο ξενύχτι. Για μας τα παιδιά κάτι τέτοια ήταν
διασκέδαση όταν μάλιστα ο πεθαμένος τάχε φάει τα ψωμιά του. Γίνονταν πολλές
πλάκες και καλαμπούρια τέτοια που συχνά και οι πενθούντες έσκαγαν στα γέλια.
Στο ξενύχτι του μπάρμπα μας που παραήταν γέρος βάλανε μέσα στον καφέ οι
γυναίκες τριμμένο φελλό και οι άνδρες δεν μπορούσαν να σταματήσουν το κλανίδι. Λίγες
μέρες μετά μας είπε η Μπερλίνα πως ο μπάρμπας βρυκολάκιασε και τον είδε στην
αυλή της να κλέβει λεμόνια. <<Στην ψυχή των απεθαμένων μου σας λέω
αλήθεια>>. Ακολούθησαν κι άλλες τέτοιες μαρτυρίες. Άλλη τον έβλεπε να
μπαίνει στο κοτέτσι της άλλη στο στάβλο της και η μπεκρού είπε πως τον είδε
στην αυλή της και της έκλεψε δυό σεντόνια. Η Μπερλίνα δήλωσε. <<Τι
περιμένεις από έναν αφορισμένο γιδοκλέφτη. Βρυκολάκιασε και συνεχίζει τις
κλεψιές. Εγώ ήμουν πραγματικά τολμηρό παιδί και τις νύχτες έψαχνα στο στάβλο
μας και στο κοτέτσι μας να δω τον βρυκόλακα μια που ήταν και συγγενής. Δεν τον
συνάντησα όμως ποτέ.
Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2016
Σάββατο 9 Ιανουαρίου 2016
Νύκτες Δωδεκαήμερου
Από τα Χριστούγεννα μέχρι τα Θεοφάνεια οι νύκτες ήταν
ξάστερες, κρύες και λουσμένες στο λευκό του πάγου, θύμιζαν Βόρειο Πόλο και
Πολικό Σέλας. Ήταν οι νύκτες που οι άνδρες έπαιζαν χαρτιά. Ξέρω τι σας λέω
γιατί ο πατέρας μου είχε καφενείο. Ζούσαμε τότε στις ξύλινες παράγκες του
σεισμού. Σε απόσταση αναπνοής από μας ἠταν η παράγκα μιάς αδελφής του πατέρα μου .Ο άνδρας
της ο τροβαδούρος ήταν ο αγαπημένος μου μπάρμπας. Τραγουδούσε πολύ ωραία και του είχαν κολήσει το παρατσούκλι βαρυτονάς. Καλός , κεφάτος και όπως όλοι
μας πάμφτωχος. Τις νύχτες που γύρναγε από το καφενείο πάντα χαμένος προσπαθούσε
να μην ξυπνήσει τη θειά μου. Μα αυτή του την είχε στημένη. Τον πέρναγε τον
κακομοίρη από το τρύπιο λιθάρι. <<Ορέ αναίσθητε που τα παιδιά σου πεινάνε
πετάς τις πενταροδεκάρες σου στο τζόγο>>. Και όσο εκείνος δεν μίλαγε τόσο
η θειά μου έτρωγε τα λυσσακά της. Εμένα δεν μου ξεφευγε τίποτα. Παραμόνευα με
εντολή της νόνας μου που ήθελε να ξέρει τα πάντα. Μιά παραμονή Πρωτοχρονιάς
θυμάμαι τον περίμενε στην αυλή για να μη ξυπνήσουν τα παιδιά τους. Μεγαλος
καυγάς μες το κρύο και την παγωνιά.
Κάποια στιγμή κουράστηκε η θειά μου η οποία πάντα πίστευε πως άξιζε έναν
πρίγκιπα και όχι ένα τροβαδούρο της
πεντάρας, μπήκε στην παράγκα τους.Η συνέχεια υποθέτω παίχτηκε στο κρεβάτι τους
γιατί 9 μήνες αργότερα η θειά μου με τα πρώτα της παιδιά στην εφηβεία και ούσα
45 χρονών γέννησε ένα υπέροχο κοριτσάκι. Όπως όλες οι γυναίκες του χωριού μας
γέννησε με τη βοήθεια της μάνας μου και ενός αυτοδίδακτου πρακτικού που κατείχε
κατά την άποψη τη δική του όλες τις ειδικότητες. Εμάς τα παιδιά μας έδιωξαν από
το σπίτι. Μα από τις τρύπες της παράγκας < και ήταν πολλές> είδαμε όλη τη
γέννα από την αρχή μέχρι το τέλος. Δεν τρομάξαμε καθόλου. Τα τρία ξαδέλφια μου
και εγώ αποφασίσαμε πως τα παιδιά έρχονται στον κόσμο ακριβώς όπως τα αρνιά
μας, τα κατσίκια μας και τα γουρουνόπουλά μας. Η γέννα πάντως της θειάς μου ήταν συγκλονιστική εμπειρία και κάθε φορά που
τυχαίνει να βρεθώ με τα ξαδέλφια μου το θυμόμαστε με τρυφερή συγκίνηση.
Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2016
Λάμπες και λυχνάρια
Τα βράδυα φωτίζαμε το σπίτι μας με λάμπες πετρελαίου. Το
μαγεριό μας για να γλυτώνουμε τον καπνό ήταν εκτός σπιτιού στην αυλή μας. Τα
κατσαρολικά και τα τηγάνια μας κρεμασμένα στους τοίχους στην αράδα κατάμαυρα
απέξω από τη γάνα μα λαμπερά και πεντακάθαρα από μέσα. Στουβιές για προσάναμμα,
λιανόξυλα, σκίζες κομμένες με το τσεκούρι από τον πατέρα από μυρωδάτους κορμούς
ελιάς. Το μαγεριό μας το φωτίζαμε με το λύχνο μας με καθαρό λάδι. Κάθε μέρα η
μάνα καθάριζε σχολαστικά τα λαμπόγιαλα για να φέγγουν καλά και έφτιαχνε
περίτεχνο στρυφτό φυτίλι για το λύχνο μας. Βέβαια το πρωί βρίσκαμε το λύχνο
χωρίς φυτίλι γιατί το κλέβανε οι ποντικοί πού όσο και να βουλώναμε τις τρύπες
αυτοί καταφέρνανε να τρυπώνουν. Η εκ πατρός Νόνα μου έμενε μαζί μας. Το μικρό
της καμαράκι ήταν δίπλα στο δικό μου. Άκουγα την ανάσα της μα και τις
αναπόφευκτες λόγω ηλικίας κλανιές της. Πάνω από το κρεβάτι της είχε
κρεμασμένους ένα παπόρο Αγίους σερνικούς και θηλυκούς και σε όλους είχε δώσει
ειδικότητες σύμφωνα με τις ανάγκες της. Άγιος για τον γιό της Παναγή μόνο και
έρημο στην Αυστραλία, Άγιο για τα ζωντανά μας, Άγιο για τα αμπέλια μας και πάει
λέγοντας. Κάθε βράδυ λοιπόν όρθια και με ύφος παιδιού που απαγγέλει σε σχολική
γιορτή έκανε την προσευχή της που κρατούσε σχεδόν μισή ώρα. Για τον εαυτό της
είχε τους Αγίους Αναργύρους με τους οποίους έκλεινε ως εξής. <<Άγιοι μου
Ανάργυροι πρώτοι γιατροί του κόσμου γιατρέψτε μου το στομάχι μου, γιατρέψτε μου
την καρδιά μου, το σκώτι μου τον κολίτη μου >> και πάει λέγοντας. Μετά
γαλήνια και σίγουρη ότι εισακούστηκε παραδινόταν στην αγκαλιά του ύπνου. Ένα
βράδυ όμως την ακούω να ξανασηκώνεται φουριόζα και να λέει. <<Και πού
είστε Άγιοί μου Ανάργυροι μην ξεχάσετε να γιατρέψετε και τα έρημά μου ποδάρια
για να μπορώ να πρεβατώ>>. Νόνα μου εξακολουθώ να σαγαπώ όπως τότε και
δεν ξεχνώ πόσο με γαλήνευε η γέρικη μα ζεστή αγκαλιά σου.
Δευτέρα 4 Ιανουαρίου 2016
Δοχεία νυκτός
Λέω να σταθούμε λίγο στα δοχεία της νύχτας. Το γαστρεντερικό
και το ουροποιητικό ζήτημα ήταν ένα θέμα. Πού να πηγαίναμε για αυτές μας τις
ανάγκες. Σε μιά γωνία της αυλής μας αρκετά μακρυά από το κυρίως σπίτι είχαμε το
στάβλο για τα ζωντανά μας. Θυμάμαι ο πατέρας μου είχε ανοίξει σε μια γωνία του
στάβλου μια μεγάλη βαθειά τρύπα κάτι σαν βόθρο δηλαδή το είχε ταβανώσει με
τάβλες και είχε ανοίξει μιἀ τετράγωνη τρύπα αρκετά μεγάλη με γνώμονα υποθέτω
τον πισινό της νόνας μου που ήταν αρκετά χοντρή. Εκεί τα βολεύαμε μια χαρά και
τόχαμε και καμάρι γιατί κανένας άλλος δεν διέθετε τέτοια πατέντα. Τις νύχτες
όμως που να τρέχουμε στο στάβλο να τρομάζουμε και τα ζωντανά. Ασε που
σκιαζόμαστε και τα ξωτικά. Έτσι το βράδυ στο σπίτι μπάζαμε το δοχείο νυκτός. Το
δικό μας ήταν πύλινο και συνεπώς προνομιούχο γιατί θα μπορούσε να είναι
τσίγκινο και νάχει και τρύπα ξεγυρισμένη. Πρώτη δουλειά της μἀνας από τα
χαράματα ήταν να οδηγήσει το κατουροκάνατο στο στάβλο. Το σκέπαζε μάλιστα.
Καμία σεσταρισμένη γυναίκα δεν ήθελε να
τη βλέπουν οι περαστικοί με το κανάτι της. Ώσπου ο πατέρας μου δουλεύοντας στον
καθαρισμό των ερειπίων που άφησε ο σεισμός του 1953 βρήκε σε αρχοντόσπιτο του
Αργοστολιού ένα υπέροχο δοχείο νυκτός και το κουβάλησε σπίτι. Όταν το είδε η
μάνα μου θαμπώθηκε. Ήταν από κατάλευκη πορσελάνη μεγάλο στρογγυλό και απέξω
είχε ανάγλυφα στάχυα και φρούτα. <<Τι ωραία σουπιέρα τι υπέροχο σερβίτσιο>>
. Όταν ο πατέρας της είπε ότι το βρήκε κάτω από το κρεβάτι απογοητεύτηκε.
<<Τέτοιο ωραίο πράμα Σπύρο μου να είναι κατουροκάνατο?>>. Από τότε
πάντως δεν βιαζόταν να αδειάζει το κανάτι μας στο στάβλο ούτε το σκέπαζε. Το
πήγαινε με καμάρι. Αμ πως να σκάσουν και μερικές μερικές να μη λέμε ονόματα
Μπεκρουλιάσματα
Ο Γέρο Μπακαστράλιας από νέος δεν τα πήγαινε καλά με το
νερό. Ούτε το έπινε ούτε το λουζότανε. Ξεδίψαγε μόνο με κρασί. Επειδή όμως δεν
άντεχε τη γκρίνα και τη φάουσα πού του έκανε η γυναίκα του για τα
μπεκρουλιάσματά του και αφού πλέον κοιμότανε χώρια από τη γυναίκα του την οποία
αποκαλούσε σκρόφα, έκρυβε κάτω από το κρεβάτι του μια κανάτα κρασί και με την
ησυχία του τα κοπάνιζε. Ένα βράδυ πιθανόν ψιχαλισμένος αντι για την κανάτα του
τράβηξε το κατουροκάνατο. Η γριά του ήλθε όπως πάντα στο πατερό και μας
ανήγγειλε. << Ορές Χριστιανές ο προκομμένος μου εψές το βράδυ άδειασε όλο
το κατουροκάνατο στον καταπιόνα του>>.Το γέλιο που έπεσε δεν
περιγράφεται. Εμείς τα καλόπαιδα την άλλη μέρα γιουχάραμε τον
Μπακαστράλια.?<< Ρε μπάρμπα πως σου φάνηκε το κάτουρο. Δεν το ξέρασες
ακόμα ?>>. Ο κακομοίρης δεν μας κάκιωνε καθόλου. <<Ορέ διαλεπάρτι
έπαθα. Δυνατό και στυφό. Πολύ καλύτερο από τα παλιόκρασα που πουλάνε>>
μας έλεγε. Από τότε που απέκτησα και εγώ κάποια άποψη για τα κρασιά συμφωνώ
απόλυτα με τον Μπακαστράλια. Θεός σχωρέστονε.
Γάμος εγένετο
Ένα βράδυ νάσου η και εμφανίστηκε στο πατερό σαν βρεγμένη
γάτα η Λεγάμενη. Χλωμή με τα μάτια της χαμηλωμένα. Η Μπερλίνα την ψάρεψε από δω
την ψάρεψε από κει στο τέλος μέσα από αναφυλητά ομολόγησε πως είναι
αγκαστρωμένη και πως ο φταίχτης της δεν πέταξε από τη χαρά του. Και τότε ως
χορός αρχαίου δράματος αρχίζουν όλες μαζί τις κατάρες. << Που κακιά Λαμπρή να έχει ο
παλιάνθρωπος ο αφορισμένος ο φαρμασώνος
που μας ήλθε από του Διαολου τη μάνα και γέλασε ένα φτωχό κορίτσι. Ποιός ξέρει
από που κρατάει η σκούφια του. Χωροφύλακας είναι. Τι περμένεις. Οταν σας λέμε
να προσέχετε δεν μας ακούτε. Μακρυά από Γαλόνια και συρίτια.΄ Μακρυά από χρυσά
κουμπιά. Μα εσείς τους κάθεστε σαν τις κότες και να τα αποτελέσματα. Τι θα
απογίνεις μωρή τώρα. Δεν θα σε χωράει το χωριό. Σκοφαντισμένη χωρίς δεκάρα για
προίκα ποιός θα σε κοιτάξει με καλό σκοπό>>. Η κακομοίρα η Λεγάμενη
έκλαιγε σπαραχτικά. Η μάνα μου που ήταν πολύ υπέρ της αγάπης και πάντα έλεγε
πώς ο Έρωτας φτιάχτηκε για τους νέους τις μάλωνε. <<Βγάλτε τον κόριζα
αθεόφοβες. Δεν ντρέπεστε να καταριέστε έναν νέο άνθρωπο. Τι ψυχή θα παραδώσετε?
Άσε να δούμε τι μπορεί να γίνει>>. << Τι θα γίνει>>
αντιφωνούσαν οι άλλες. Προίκα δεν έχει μάνα δεν έχει αδερφό δεν έχει. Αν το
μάθει ο πατέρας της θα την πετσοκόψει όσο να πείς απίδι>>.<< Θα τον
βρώ το χωροφύλακα να του πω δυό κουβέντες εγώ>> δήλωσε η μάνα μου. Ο
Σταθμός της Χωροφυλακής ήταν στα Διλινάτα αλλά κατέβαιναν οι χωροφύλακες στα
δικά μας καφενεία συχνά. Ήταν μέσα στα υπηρεσιακά τους καθήκοντα να ελέγχουν
την τάξη αλλά μπορούσαν και λίγο πιο εύκολα μακρυά από τον Σταθμάρχη τους να
κάνουν τους κορτάκηδες και τους γαμπρούς. Ένα απὀγευμα λοιπόν νάσου τον
Λεγάμενο στο σπίτι μας. Η μάνα μου μου είπε να βγώ από την κάμαρα. Μα εγώ
κρυφάκουγα. Ήμουν περίεργη να μάθω. Ήταν
πολύ όμορφος ο χωροφύλακας. Μέσα στα πολλά που του είπε η μάνα μου τον ρώτησε
αν έχει αδερφές . <<Ναι . Έχω τρείς>>. <<Τότε παιδάκι μου
σκέψου αν κάποιος έκανε το ίδιο σε αδελφή δική σου πως θα σου φαινόταν>>.
Δεν ξέρω αν τα λόγια της μάνας μου βοήθησαν για τις αποφάσεις αυτού του Νέου. Κείνο
που ξέρω είναι ότι ο Λεγάμενος και η Λεγάμενη παντρεύτηκαν μετακόμισαν στη δική
του πόλη και έκαμαν μια ωραία οικογένεια. Πολλά χρόνια αργότερα καλοκαίρια που
επέστρεφε στο χωριό μας η Λεγάμενη δεν παρέλειπε να επισκέπτεται τη μάνα μου
που ήταν πλέον μια γλυκειά γριούλα και
να της λέει . <<Χωρίς εσένα θα ήμουνα στο δρόμο>>. Έχουν φύγει
πλέον και οι δυό από τη Ζωή μα εγώ τις κρατάω στην καρδιά μου και δεν θα τις
ξεχάσω όσο έχω μνήμη.
Ρούχα που χάθηκαν
Ένα βράδυ θυμάμαι ήλθε φουριόζα η Μπερλίνα και είπε στις
άλλες<< η λεγάμενη εδώ και δυό μήνες έχασε τα ρούχα της>>. Χαμό έφερε αυτό το νέο.<< Θα της τα έκλεψαν οι τσιγγάνες>> δήλωσα εγώ.<< Εσύ να ακούς και να μη μιλάς>>-μου
είπε η Μπερλίνα. Καλού κακού εγώ εκείνο το βράδυ και για πολλά άλλα πριν
κοιμηθώ έκρυβα κάτω από το στρώμα το καλό μου φουστάνι. Αυτό της φωτογραφίας με τον πατέρα μου. Μια υπέροχη ροζ
οργαντίνα με χρυσές πεταλούδες και χρυσή ζώνη. Μάλιστα είχε και φουρό
ταφταδένιο. Πολύ αργότερα έμαθα πως τα κορίτσια από ντροπή την περίοδό τους την
ονόμαζαν (τα ρούχα τους). <<Τον παλιάνθρωπο το τομάρι>> βρίζανε οι γειτόνισες. <<Κατέστρεψε την κοπέλα>>. Η
μάνα μου πάντα καλόκαρδη και αισιόδοξη τις μάλωνε. <<Σωπάτε κακόγλωσσες
μη βρίζετε. Είναι καλό παιδί και θα την παντρευτεί>>. Βέβαια εγώ έμεινα με την απορία τι είδους
καταστροφή έκαμε αυτό το παιδί που να πρέπει να την παντρευτεί. Μα απαντήσεις
δεν πήρα από πουθενά.
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)