Πέμπτη 21 Μαρτίου 2019

Σκορδαλιά

Η ανάρτηση στο Κομπόγιο του φίλου Μάκη Τζουγανάτου, μού θύμησε μια ιστορία πού μού έλεγε στην Αμερική, η εκ μητρός αγαπημένη Νόνα μου Ματίλδη. Την παραθέτω όπως ακριβώς μου την εξιστορούσε χρόνια και χρόνια κάθε 25η Μαρτίου.
<<Το 1919 παιδάκι μου, λόγω τση φτώχειας, ο Νόνος σου επήρε τουν εματιώνε του για Αμερική και με άφησε πίσω με τρία κοριτσάκια και τη γριά μάνα του. Εκείνη τη χρονιά που έφυγε τρικούβερτη φτώχεια, δεν είχα τον τρόπο να αγοράσω ούτε μπακαλάο ούτε κουφεσι, και έκαμα τη σκορδαλιά μόνο με λάχανα του κήπου μου. Στο διπλανό σπίτι από το δικό μας έμενε ο κουνιάδος μου ο Χριστάκης. Η συνυφάδα μου η Ρήνη κάθε απόγιομα ντάκα-ντούκα εκοπάνιζε το κουφέσι και μετά τόβανε στο μόσκιο σαν το μπακαλάο. Όλη η γειτονιά εκοπάνιζε τα κουφέσια της. Εγώ έβγαζα στην αυλή ένα παλιὀ άχρηστο παπούτσι και ντάκα -ντούκα το κοπάνιζα. Δεν ήθελα να με λυπούνται. Η μάνα σου ήτανε 5 χρονών και την είχα συμβουλέψει να μη πεί σε κανέναν τίποτα για το παπούτσι. Η σκρόφα όμως η συνυφάδα μου την ψάρεψε από δώ την ψάρεψε από κεί και τση  το μαρτύρησε. Πήρα μεγάλη στεναχώρια γιατί δεν ήθελα να ξέρουν ότι ζούσαμε τόση φτώχεια>>. <<Δεν πιστεύω νόνα να μου ξυλοφόρτωσες τη μάνα μου>> τη ρώταγα. <<Όχι ποτέ δεν άπλωσα χέρι στα παιδιά μου αλλά πικράθηκα πολύ πού έγινε η καρδιά της συνυφάδας μου περιβόλι>> Τόσα χρόνια μετά το θυμόταν με την ίδια πικρία. Γλυκειά μου Νόνα μέσα στη φτώχεια η υπερήφανη αξιοπρέπεια δε χάθηκε ποτέ.

Κυριακή 17 Μαρτίου 2019

Εκλογές πρό των Πυλών

Τούτες τις μέρες μου έγιναν προτάσεις από εν δυνάμει Δημάρχους να συμπεριληφθώ στά ψηφοδέλτιά τους. Σίγουρα με τιμά το γεγονός και τους ευχαριστώ αλλά  θεωρώ ότι αρκετά ασχολήθηκα με τα κοινά. Είχα εκλεγεί Κοινοτική Σύμβουλος στο χωριό μου Φαρακλάτα επί Προεδρίας Κώστα Καλογηράτου  και αργότερα συμμετείχα στην  Εκλογή  του Μάκη Φόρτε. Στη συνέχεια με ψήφισε η Συμπολίτευση και η Αντιπολίτευση ως  μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Δημοτικής Επιχείρησης Κοινωνικής Ανάπτυξης Αργοστολίου (Δ.Ε.Κ.Α.Α.).  Καί οι δύο τετραετίες ήταν σημαντικές για μένα αλλά η ενασχόλησή μου με τα παιδιά της Δ.Ε.Κ.Α.Α. ήταν αυτό που μού  έδωσε χαρά μεγάλη.. Τόσο η διευθύντρια Κατερίνα Γαρμπή και οι Κοινωνικές Λειτουργοί έκαναν εξαιρετική δουλειά. Το Καφενείο της Καμπάνας ήταν το καμάρι μας και πολύ λυπήθηκα όταν έκλεισε. Τούς ευχαριστώ και πάλι αλλά είμαι της άποψης ότι δεν χρειάζεται να μένουμε και πολύ σε αυτές τις καρέκλες. Να δίνουμε τη σκυτάλη  και  σε άλλους Πολίτες και κυρίως σε Νέους ανθρώπους. Εύχομαι και ελπίζω όσοι  αποφασίζουν να ασχολούνται με τα κοινά να το παλεύουν και ας είναι συχνά ψυχοφθόρο και πάνω από όλα να αγαπούν τον Άνθρωπο.

Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2019

Στούς Γονείς μου Σπύρο και Διαμαντίνα

Όταν ο πατέρας της μάνας μου έφυγε για Αμερική το 1919 άφησε πίσω τρείς κόρες. Τη μάνα μου Διαμαντίνα 4  χρονών, την Κατερίνα 3 και την Φωτούλα ενός χρόνου βρέφος. Σήμερα ζεί μόνο η Φωτούλα 100 χρονών. Δύσκολες εποχές τότε κατάφερε να τις καλέσει κοντά του το 1935. Η μανούλα μου ήταν ήδη παντρεμένη από τα 16 χρόνια της και είχε τα δύο πρώτα της παιδιά. Έτσι δεν δικαιείτο πρόσκληση πατρική για μετανάστευση. Απέκτησε ένα ακόμη μωρό και νεαρή κοπέλα μόλις 21 χρονών έχασε τον άντρα της από τη μάστιγα πού τότε θέριζε. Από φυματίωση. Αυτά το 1942 πού λόγω κατοχής δεν είχε ούτε γράμμα από τους Γονείς της. Σπύρος Πολλάτος ο πατέρας των παιδιών της και υπέροχος άνθρωπος από ότι έχω ακούσει. Τα παιδάκια του γυρόφερναν πάνω στο κρεβάτι του και αγωνιούσε η νεαρή μανούλα μήπως κολλήσουν το μικρόβιο. Ένας υπέροχος γιατρός Ο Νικόλαος Ραζής από τα Φαρακλάτα της έλεγε << Όσο δεν κάνει αιμόπτυση άστον να χαίρεται τα παιδιά του . Μόλις δείς αίμα απομάκρυνέτον από το σπίτι >>. Κάποια στιγμή έγινε το αναμενόμενο.  Πήγε μαζί του σε ένα χωράφι τους πού είχε ένα καλύβι κανονικό σπιτάκι και έμεινε κοντά του ένα μήνα Του έκλεισε τα μάτια και επέστρεψε στο χωριο για βοήθεια να τον φέρει σπίτι του. Εκείνη ήταν 21 ετών και εκείνος 37. Το πρώτο τους παιδί 10 χρονών το δεύτερο 5 και το τρίτο 8 μηνών. Οι χωριανοί με το δίκιο τους φοβόνταν τη φυματίωση ακόμα και μετά θάνατον και κανένας δεν προτάθηκε να βοηθήσει. Μόνο ένας γείτονας λεβέντης ο Σπύρος ο Λυκούδης που έμελλε να γίνει ο δικός μου πατέρας, την ακολούθησε και μόνος του τον κουβάλησε στούς ώμους του κρεμασμένο (μπεμπέι) το λέμε Κεφαλονίτικα. Η μανούλα μου ήταν καλλονή. Την ερωτεύτηκε ο Σπύρος ο Λυκούδης και στα 25 της χρόνια την παντρεύτηκε.  Εκείνος ήταν 34 χρονών και από αυτόν το γάμο γεννήθηκα μόνο εγώ. Γεωργία Λυκούδη του Σπυρίδωνος πού έμελλε να γίνω και εγώ Πολλάτου με το γάμο μου. Τα υπέροχα αδέλφια μου η Ερατώ, Ο Γεράσιμος και η Τασούλα, λατρεύτηκαν από το πατρυιό τους όσο και εγώ και για εκείνα λόγω εποχών έκαμε πολλές θυσίες όπως και εκείνα όταν ξενιτεύτηκαν του πρόσφεραν πολλά. Περισσότερα από μένα γιατί εγώ γεννήθηκα καλύτερες εποχές . Ήμουν το χαιδεμένο της οικογένειας μιά που η πρώτη μου αδελφή ήταν 15 χρόνια μεγαλύτερή μου και με κανάκεβαν και τα τρία παιδιά. Ο μόνος που υπάρχει στη ζωή είναι ο αδελφός μου 84 χρονών ο οποίος εξακολουθέι να με αποκαλεί <<το παιδί>>. Ζήσαμε έντονη αγάπη και δεν τους έλειψε ο πατέρας που κανένα μας δεν θυμάται ένα χαστούκι του. Ποτέ. Στο κοιμητήριο ακριβώς απέναντι από των τάφο των Γονιών μας είναι και ο τάφος του βιολογικού τους πατέρα. Τον επισκέπτομαι με τον ιερέα όσο και τους Γονείς μας.  Όταν ο πατέρας μου μετανάστευσε στην Αμερική ο πατέρας της μάνας μου γονάτισε και του φίλησε τα χέρια και του είπε <<σε ευχαριστώ που προστάτεψες την κόρη μου και τα εγγόνια μου>> Γλυκέ μου Νόνο ελπίζω να τα λέτε εκεί που βρίσκεστε.

Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2019

Wodstoch 1969

  Δέκα αγόρια και κορίτσια Ελληνοαμερικανάκια αποφάσισαν να πάνε σε αυτή τη μεγαλειώδη σε συμμετοχή συνάντηση. Ήταν όλα φίλοι μου και ψάλλαμε στην εκκλησιαστική χορωδία. Το δρώμενο απείχε από εμάς τρείς ώρες οδήγησης. Εγώ η μοναδική μετανάστρια χωρίς δικό μου ακόμη αυτοκίνητο, κατάφερα να πείσω τούς Γονείς μου να πάω με την παρέα μου. Πώς να περιγράψει κανείς αυτά τα βιώματα. Οι λέξεις είναι ανεπαρκείς. Πλήθος αμέτρητο κάθε είδους και κάθε ηλικίας αλλά κυρίως νέοι. Είδαν πολλά τα μάτια μας  καί άκουσαν πολλά τα αυτιά μας. Κανένας από εμάς δεν είχε καμία σχέση με ουσίες ούτε κάν απλό τσιγάρο και κανένας δεν μας πίεσε για πειραματισμούς. Διάχυτη αγάπη και συναδελφοσύνη, όλοι εναντίον του πολέμου στο Βιετνάμ αλλά και ασθενοφόρα εν δράσει για υπερβολική χρήση ουσιών.  Νεαρές μανάδες με τα μωρά τους και άλλες ετοιμόγεννες. Βιώσαμε και μιά επιτόπια γέννα. Εμείς μαγευτήκαμε από υπέροχες μουσικές και γνώρισα από κοντά πολλούς αξιόλογους καλιτέχνες. Ανάμεσά τους η νεαρή τότε Τζόαν Μπαέζ, έγκυος το πρώτο της παιδί και με τον άνδρα της στη φυλακή μετά από στρατοδικείο γιατί αρνήθηκε να πάει στο Βιετνάμ .Μαζί της μιά Ελληνίδα της οποίας το όνομα δυστυχώς δεν θυμάμαι. Την ανέβασε στην εξέδρα η Τζόαν Μπαέζ και τη χαρακτήρισε σπουδαία φωνή. Τραγούδησε ένα υπέροχο ποντιακό τραγούδι και την αποθέωσαν όλοι με εμάς να ουρλιάζουμε  Ελληνικά.  Τρείς μέρες κράτησε. Εμείς μείναμε μόνο μία νύχτα καθιστοί στο χορτάρι. Αξέχαστη εμπειρία και το θεωρώ τύχη πού βρέθηκα εκεί. Δύο τραγούδια πού ακούστηκαν σε πρώτη εκτέλεση τα λάτρεψα και τα τραγουδάω ακόμα με την κιθάρα μου. <<If you going to San Francisco>> και <<Every body is looking at me>>. Τόσα χρόνια πέρασαν  από τότε μα τα θυμάμαι σαν να έγιναν χθές. Πολλά από τα παιδιά της παρέας δεν υπάρχουν πιά στη ζωή αλλά πάντα ζούν στην καρδιά μου και στην ανάμνηση ενός γεγονότος που μόνο μιά φορά μπορεί να λάβει χώρα.

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2018

Αποδημητικά Πουλιά

Έφυγε και ο Οκτώβρης και μαζί του έφυγαν συγγενείς και φίλοι για τίς μακρινές Πατρίδες που η ανάγκη της επιβίωσης τούς έταξε να ζούν. Κάθε καλοκαίρι πού τούς έχω κοντά μου χαίρομαι και ζωντανεύω. Όταν όμως μού φεύγει και ο τελευταίος σαν τα αποδημητικά πουλιά, μελαγχολώ. Αρνούμαι να τους πώ αντίο και τη μέρα πού φεύγουν κρύβομαι. Το ξέρουν και δεν με ψάχνουν. Ευτυχώς σήμερα υπάρχει διαδύχτιο τηλέφωνα,  και μπορούμε να κρατάμε τις εικόνες αγαπημένων προσώπων. Την εποχή που έφυγε ο πρώτος μετανάστης της δικής μου οικογένειας ο αγαπημένος μου εκ μητρός Νόνος (μιλάμε για το 1919) ο χωρισμός ήταν ωδυνηρός όσο και ο θάνατος. Ένα γράμμα που έκανε τουλάχιστον ένα μήνα να φτάσει στην οικογένειά του. Είχα την ευτυχία να γνωρίσω το νόνο και τη νόνα μου όταν το 1964 μετανάστευσα και εγώ στην Αμερική. Ποτέ δεν γύρισαν πίσω και γιά μένα αυτό ήταν ακατανόητο. Μαύρη πέτρα έριξαν φεύγοντας. Εγώ όμως κατάφερα πές πές να πείσω το νόνο μου να τον συντροφέψω σε ένα ταξίδι στην Πατρίδα άν μη τι άλλο να ανάψει ένα κερί στον τάφο των Γονιών του. Περίμενε πώς και πώς να τελειώσει το Σχολικό μου Έτος και καμάρωνε σε φίλους και γνωστούς πώς η 15χρονη εγγονή του θα τον συνοδέψει στην Ελλάδα. Δυστυχώς όμως ένα εμφραγμα του έκοψε το νήμα της Ζωής και της επιστροφής στην Πατρίδα. Έφυγε πανευτυχής με εισητήρια στην τσέπη και διαβατήριο ανανεωμένο. Παρόλο που μπορούσαμε να εξαργυρώσουμε τα εισητήριά μας λόγω θανάτου, μόνο το δικό μου ακύρωσα. Του γλυκού μου Νόνου το έβαλα στην τσέπη του. Ελπίζω να κανόνισε με το Μεγαλοδύναμο μιά θέση που να βλέπει το Νησί του και εμένα την εγγονή του που γύρισα πίσω και πηγαίνω συχνά στο ερειπωμένο από το σεισμό του 1953 σπίτι του. Εκεί στο σπιτι του γεννήθηκε και η λατρεμμένη μου μάνα.

Πέμπτη 26 Ιουλίου 2018

Απόλυτη ευτυχία

Ένα νιόπαντρο ζευγάρι από το Τσακαρισιάνο ήλθαν μετανάστες στη Νέα Υερσέη στη δική μας γειτονιά. Η κοπέλα ήταν ήδη έγγυος. Δέν γνώριζαν κανέναν και φυσικά λέξη Αγγλικά. Εκείνος στρώθηκε αμέσως στη δουλειά (λάτζα που αλλού για αρχή). Την πήγαινα στο δικό μου γιατρό και έκανα τον διερμηνέα τους. Νεαρές και οι δυό, Κεφαλονίτισες και οι δυό γίναμε φίλες γρήγορα. Ενοείται στη γέννα της ήμουν δίπλα της. Μιά γέννα τρομακτική με την ίδια να μη δέχεται με τίποτα καισαρική τομή γιατί ήθελε να κάμει λέει πολλά παιδιά. Επί πλέον ο Αποστόλης (σύζυγος) απών στον τοκετό γιά να μή χάσει μεροκάματο, θα τη σκότωνε λέει, αν έκανε καισαρική. Πιθανόν ο συγκεκριμένος να το ενοούσε. Πρέπει να σας εξομολογηθώ ότι τον μίσησα από τότε. Αφού λοιπόν παράδειρε πολλές ώρες κατάφερε να γεννήσει την κόρη της. Λίγες ώρες μετά έκαμε κατακλυσμιαία αιμοραγία και μου τηλεφώνησε ο γιατρός να πάω στο νοσοκομείο. Άφησα έξαλη τη δουλειά μου και τη βρήκα σε κατάσταση ένα βημα πριν τον τάφο. Ήλθε και ο συζυγάτορας ο οποίος είχε και μούτρα γιατί του έκαμε κόρη και την αποχαιρέτησα το βράδυ με τη βεβαιότητα ότι δεν θα την ξαναδώ ζωντανή. Ο γιατρός μου είπε<< οι πιθανότητες να ζήσει είναι πλέον στο χέρι του Θεού όχι στην επιστήμη>>. Πέρασα τη νύχτα ξάγρυπνη. Έδωσα το παρόν στη δουλειά μου για δύο ώρες και έφυγα για το νοσοκομείο αφού είχα τάξει για τη φίλη μου  λαγούς με πετραχήλια στην Παναγία. Μπήκα τρέμοντας στο μοναχικό δωμάτιο που την είχαν και τη βρήκα να θηλάζει για πρώτη φορά το μωρό της.  Ήταν ότι ωραιώτερο είδα ποτέ στη ζωή μου. Ένοιωσα απέραντη ευτυχία σαν να ήταν δικό μου παιδί. Το βάφτισα και το ονόμασα Αννέτα. Να σας πώ ότι έκαμε συνολικά έξι παιδιά όλα κορίτσια. Καλά του έκαμε του γρουσούζη. Ποτέ δεν παραδέχτηκε ότι αυτός ευθύνεται για το φύλλο του παιδιού. Κάθε φορά που του το έλεγα μου έκοβε την καλημέρα για μήνες παρ'ολο που με αγαπούσε. Εγώ πάλι όχι και τόσο γιά  να πώ την αμαρτία μου. Δεν τον χώνεψα ποτέ.

Τρίτη 17 Ιουλίου 2018

Αξέχαστο ταξίδι

Δύο αδελφές της νόνας μου, η Σπυριδούλα και η Μαρία, νεαρές έφηβες έγιναν νοσοκόμες στο Βαλιάνειο Νοσοκομείο  Αργοστολίου.  Τη Σπυριδούλα την ερωτεύτηκε παράφορα ένας Αθηναίος με καταγωγή από Ληξούρι ένα καλοκαίρι διακοπών πού αρρώστησε, και εκείνη ήταν η νοσοκόμα του. Την παντρεύτηκε και τον ακολούθησε στην Αθήνα. Ονομαζόταν Γιώργος Δανάλης και είχε τεράστια περιουσία , αμπέλια σταφίδας και κτήματα πολλά στην τοποθεσία Λογγός. Στρατιωτικός καριέρας χάρισε μιά παραμυθένια ζωή στη μικρή νοσοκόμα. Αμέσως την ακολούθησε στην Αθήνα και η Μαρία  τόσο όμορφη που την φώναζαν Γκρέτα Γκάρμπο. Την παντρεύτηκε και αυτή τραπεζίτης και πέθαναν και οι δύο 98 χρονών. Η μάνα μου μάζευε τις ελιές στα κτήματά τους και κάθε Φθινόπωρο πήγαινε στην Αθήνα τέσσαρους τενεκέδες λάδι στις αγαπημένες θείες. Με έπαιρνε μαζί της πάντα. Δύσκολα τότε τα ταξίδια. Τό  καράβι  έφευγε από το Αργοστόλι  και έφθανε στον Πειραιά το επόμενο πρωϊ. Στο κατάστρωμα λοιπόν του <<Κωστάκης Τόγιας>> ξενυχτάγαμε. Πού λεφτά για καμπίνα. Παρά πέρα κότες πεσκιέσια, κατσικάκια και κουβέρτες κατάχαμα. Σε ένα από τα ταξίδια μας που δεν ξεχνώ ποτέ (ήμουν μόλις 5 χρονών) ανέβηκε με συνοδεία χωροφυλάκων και με χειροπέδες ένα αμούστακο παληκαράκι κατά ομολογία δολοφόνος και κάθησαν κοντά μας. Ξέραμε όλοι ότι άλλος της οικογένειας έκαμε το φονικό και το φόρτωσαν στο δεκαπεντάχρονο αγόρι που λόγω ηλικίας θα είχε μικρή ποινή. Κίτρινο σαν λεμόνι και αδύνατο , περνώντας το θρυλικό Σχοινάρι άρχισε να ξερνάει και δεμένο με χειροπέδες γέμιζε τα ρούχα του εμετό και πνιγόταν. Η μάνα μου δεν άντεχε να το βλέπει να βασανίζεται και παρακαλούσε τους δεσμότες του να του βγάλουν τις χειροπέδες. <<Που θα πάει να φύγει? Θα πέσει στη θάλασσα?>> τούς έλεγε. Η μάνα μου ήταν καλονή. Από τις γυναίκες που δύσκολα αφήνουν ασυγκίνητους τούς άνδρες. Της έκαμαν το χατήρι και τον απελευθέρωσαν. Θυμάμαι που έγυρε το κεφάλι του στη ποδιά της μάνας μου και εκείνη του χάϊδευε τα σγουρά σαν δαχτυλίδι μαλιά του. <<Κάνε κουράγιο παιδάκι μου >> του έλεγε. <<Στις αγροτικές φυλακές που σε πάνε θα περάσουν γρήγορα τα χρόνια. Τα δεκαέξι θα γίνουν οχτώ. Να είσαι καλός και θα γυρίσεις σπίτι σου>>. Γαλήνεψε και αποκοιμήθηκε στην ποδιά της. Πέρασαν τά χρόνια εμείς ξενιτευτήκαμε και όταν οι γονείς μου μαζί μας επέστρεψαν στην Κεφαλονιά, το αγόρι αυτό οικογενιάρχης πλέον ήλθε στο σπίτι μας και έπεσε στην αγκαλιά της μάνας μου και της φιλούσε τα χέρια. Μάνα την είπε. Τι στιγμές ανεπανάληπτες!!!. Για λόγους ευνόητους δεν λέω ούτε όνομα ούτε χωριό γιατί υπάρχουν παιδιά του και εγγόνια του στη ζωή. Σημάδεψε αυτό το ταξίδι την ψυχή μου και δεν το ξεχνώ ποτέ.