Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2016

Περίεργα Μπαλόνια


Αμέσως σχεδόν  μετά το σεισμό του 1953 ήλθε στο χωριό μας όπως σε όλα τα χωριά στρατός για να βοηθήσει στον καθαρισμό των επικίνδυνων ερειπίων και στο στήσιμο των ξύλινων πρόχειρων σπιτιών μας πριν μας βρεί ο χειμώνας. Μαζί με αυτούς ήλθαν και ομάδες εθελοντών από την Ευρώπη. Νέοι από την Αγγλία την Γαλλία και αλλού άνδρες και γυναίκες όλοι τους υπέροχοι. Έστησαν και αυτοί τις σκηνές τους  σε διπλανό χωράφι από τις σκηνές των στρατιωτών. Έδιναν τρομερή ζωντάνια στο χωριό και γέμιζε το καφενείο του πατέρα μου λεβέντες φανταράκια και πανέμορφες ακτιβίστριες. Ανάμεσα στις Γαλλίδες ήταν μία που γνώριζε τέλεια Ελληνικά. Την λέγανε Υβόννη και οι Νέοι του χωριού την είχαν ερωτευτεί. Πρώτος και καλύτερος ο αδελφός μου που νομίζω δεν την ξεπέρασε ποτέ μιά και ήταν το πρώτο του σκίρτημα. Την Υβόννη την εντυπωσίαζε ότι μέσα στην τόση φτώχεια οι γυναίκες γεννούσαν τόσα παιδιά. Αποφάσισε λοιπόν να τις καλέσει στην κατασκήνωσή τους και να τις μάθει δυό πράγματα περί αντισύλληψης. Τους έδωσε και κάμποσα κουτιά προφυλακτικά και τις οδήγησε πώς να τα χρησιμοποιούν. Κάποιες δεν τόλμησαν ποτέ να τα παρουσιάσουν στούς άνδρες τους από φόβο μην φάνε κάνα χέρι ξύλο. Η μάνα μου κάλεσε μια γειτόνισα της έδωσε ένα κουτί και τις ανάλογες οδηγίες. Το ίδιο βράδυ η καημενούλα προσπάθησε να περάσει το μήνυμα στον άνδρα της με καλοπιάσματα και παρακάλια.<< Ωρέ Κωσταντή μου έχουμε γεμίσει τις τρύπες με θυγατέρες. Τι θα τις κάμουμε. Φτωχοί ανθρώποι είμαστε. Πρέπει να σταματήσουμε να κάνουμε παιδιά>>. Οι φωνές από την αντίδραση του Κωσταντή ακούστηκαν σέ  όλη τη γειτονιά. << Και τι να κάμω ωρή. Να τον κόψω να τον πετάξω στη γουρούνα να τόνε φάει?>> << Βρε άντρα μου δεν είπα τέτοιο πράμα. Θεός φυλάξει. Το και το μπορούμε να κάνουμε>>. Φαίνεται πώς τον κατάφερε να δοκιμάσει. Ποιός είδε τον Θεό και δεν φοβήθηκε.   Σίγουρα την ξυλοφόρτωσε την κακομοίρα και άνοιξε την πόρτα και τά  πέταξε στο δρόμο.Όταν τα βρήκαμε εμείς τα παιδιά το πρωί πηγαίνοντας σχολείο, νομίζοντας  πως είναι μπαλόνια τα μαζέψαμε με χαρά και το απόγευμα ανεβήκαμε στο καφενείο του γούτου, τα φουσκώναμε και τα αμολάγαμε στα ύψη, κατάπληκτοι που όσο και να τα φουσκώναμε δεν έσπαζαν με τίποτα. Ευτυχώς μας πήρε χαμπάρι ένα φανταράκι και μας εξήγησε περί τίνος πρόκειται και μας τα ζήτησε. Ένας μάγκας της παρέας του είπε << Θα τα φυλάξω για όταν μεγαλώσω. Εκτός αν θέλεις να τα αγοράσεις>>. Πρός μεγάλη χαρά όλων μας τα πλήρωσε το φανταράκι όχι γιατί τα ήθελε νομίζω, αλλά για να πάψουμε εμείς να τα φουσκώνουμε. Έτσι τα περίεργα μπαλόνια μας μετετράπηκαν σε νόστιμα στραγάλια και σοκολάτες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου