Κυριακή 10 Ιουλίου 2016

Salad Bar



Για τον πατέρα μου που ήταν 57 χρονών όταν μετανάστευσε η προσαρμογή δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Ελεύθερος άνθρωπος όλη του τη ζωή αγρότης βρέθηκε κλεισμένος στην κουζίνα ενός μεγάλου εστιατορίου με τα πιάτα μέχρι το ταβάνι. Πολλές φορές επιστρέφοντας από το σχολείο τον εύρισκα στο τελευταίο σκαλοπάτι  της ξύλινης σκάλας που έτριζε ανελέητα, να κλαίει σαν μικρό παιδί.  <<Πάμε σπίτι μας πατέρα μου>> του έλεγα. <<δεν μπορώ να σε βλέπω να υποφέρεις. Θα ζήσουμε όπως και τόσοι άλλοι σαν κι εμάς>>. Και η μάνα είχε δυσκολίες και εμπαιγμό επειδή δεν γνώριζε και τη γλώσσα. <<Μπήκαμε στο χορό και θα χορέψουμε. Πρέπει να παλέψουμε για μιά σύνταξη>> έλεγαν και παρηγορούσαν ο ένας τον άλλον. Νομίζω ότι η αγάπη που πάντα τους έδενε φούντωσε περισσότερο μέσα από τις δυσκολίες του ξενιτεμού μας. Με τον καιρό βέβαια δέχθηκαν την νέα τους ζωή. Ο πατέρας μου ήταν πολύ εργατικός και τίμιος και δεν χρειάστηκε ποτέ να αλλάξει εργοδότη. Τον λάτρευαν και τον σέβονταν. Δεν άργησε μάλιστα να πάρει <<προαγωγή>>. Αρρώστησε εκείνος που έκοβε σαλάτες και ο πατέρας μου πρότεινε να βοηθήσει. Τρελάθηκε το αφεντικό όταν σε δευτερόλεπτα έκοβε βουνά σαλάτες τόσο περίτεχνα που και ο σεφ τάχασε. Δεν ήξεραν βέβαια ότι στο χωριό καλλιεργούσε καπνά για δική του χρήση και ψιλόκοβε τα φύλλα με μεγάλη ομοιογένεια και μαεστρία. Από τότε τέρμα τα πιάτα. Ήταν πλέον επίσημα στο <<salad bar>>. Καμάρωνε θυμάμαι και σταμάτησε να κλαίει στο τελευταίο σκαλί.  Πατέρα μου η φτώχια μας ανάγκασε να εγκαταλείψουμε τον τόπο μας και εσύ μεγάλος άνθρωπος βίωσες αρκετή πίκρα. Τα καταφέραμε όμως και γυρίσαμε στο σπίτι μας και ξανάγινες ευτυχισμένος .

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου