Τετάρτη 27 Ιανουαρίου 2016

Ταχυδρόμος και όχι μόνο


Ο Ταχυδρόμος την εποχή εκείνη ερχόταν μια φορά την εβδομάδα με τα πόδια ο καημένος. Κάθε Τετάρτη πρωί τον περιμέναμε πώς  και πώς γιατί όλοι από κάπου περιμέναμε γράμμα. Από στρατευμένους, από Ναυτικούς, από εξωτερικό. Ο Ταχυδρόμος μας όμως εκτός από την αλληλογραφία μας έφερνε και προξενιά από μακρυνά χωριά της Κεφαλονιάς που και εκεί πήγαινε τα γράμματά τους. Ένα τέτοιο προξενιό θυμάμαι έγινε δεκτό από μιά οικογένεια που λόγω φτώχιας δελεάστηκαν από την προίκα και έπεισαν τον γιό τους που ήταν και ομορφόπαιδο να προχωρήσουν το ζήτημα. Πήγαν λοιπόν στο χωριό της κοπέλας με τα μουλάρια τους , μιλάμε για οκτώ ώρες περπάτημα και είδαν τη νύφη κορί
τσι νόστιμο και λογοδόθηκαν. Λίγο αργότερα κανονίστηκε και ο Γάμος. Μας κάλεσαν και εμάς οι Γονείς του Γαμπρού λόγω συγγένειας. Ξεκινήσαμε από τις τρείς τη νύχτα με  τρία γαϊδούρια ένα δικό μας και δύο δανεικά για να φτάσουμε εγκαίρως για το μυστήριο. Όπως καταλαβαίνετε δεν υπήρχαν χρήματα για αυτοκίνητο αλλά και να υπήρχαν δεν υπήρχαν δρόμοι από κεί μεριά. Γραμμή λοιπόν στην εκκλησιά όπου περιμέναμε τη Νύφη. Σέ λίγο νάσου και έρχονταν. Η Νύφη όμως δεν ήταν αυτή που είχε συμφωνήσει ο Γαμπρός μα μία τόσο άσκημη πού σε τρόμαζε να την κοιτάς. Έκαμε ο Γαμπρός να διαμαρτυρηθεί αλλά τα αδέλφια της έβγαλαν τα κουμπούρια. << Τι σου πέρασε η ιδέα ορέ πώς θα σε προικίζαμε για την όμορφη αδελφή μας. Αυτή θα πάρεις και θα πείς κι ένα τραγούδι>>. Έτσι κι έγινε.  Την πήρε και είπαμε όλοι μας όχι ένα μα πολλά τραγούδια γιατί έγινε μεγάλο γλέντι με σφαχτά, με τυριά, με άφθονο κρασί . Χορέψαμε και την άλλη μέρα όλοι μαζί φέραμε τη Νύφη συνοδεία στο χωριό. Αυτή η κοπέλα είχε τέτοια καλωσύνη και τέτοια προκοπή που σε λίγο η ομορφιά της ψυχής της  τη μετέτρεψε στα δικά μας μάτια από ασχημόπαπο σε αληθινή κούκλα. Μας αγάπησε και την αγαπήσαμε. Και εξακολουθούμε να θυμόμαστε αυτό το ζευγάρι αν και δεν υπάρχει στη ζωή.  

Κατά τον Θεριστή


O Ιούλιος ο καυτός μήνας του καλοκαιριού με τα τζιτζίκια τρελαμένα. Τα μεσημέρια μπαϊλισμένοι οι γονείς μας μετά το φαγητό ξάπλωναν στο πάτωμα για δροσιά και υποχρεωτικά έπρεπε και εγώ να πέσω για ύπνο στρωματσάδα. Μόλις άκουγα τις ανάσες τους ρυθμικές και κανένα ξεγυρισμένο ροχαλητό του πατέρα την κοπάναγα να πάω με την παρέα για τζιτζίκους. Οι περισσότεροι με την πατούσα αφού για πολλά παιδιά το παπούτσι ήταν είδος πολυτελείας. Δεν βαριέσε από μόνες τους η πατούσες μας ήταν σιόλες και μάλιστα αντοχής. Γεμίζαμε τα βαζάκια μας τζιτζίκια και άστοργοι τα βασανίζαμε φτιάχνοντας με δαύτα κολιέ και τρελένοντας και τις γάτες. Δεν ήμαστε και τόσο αθώες περιστερές. Κλέβαμε και κανένα φρούτο από γειτονικούς μπαξέδες με τη δικαιολογία ότι τα κλεμένα είναι πιο νόστιμα από τα δικά μας. Ήταν και αυτό ένας είδος παιχνιδιού. Ο Ιούλιος ήταν και ο μήνας που θερίζαμε τα σπαρτά μας και τα κουβαλούσαμε στα αλώνια. Τι πανηγύρι αυτό με τα ζωντανά μας γύρω γύρω όλοι στο αλώνι. Αργότερα έφερε ο Αντώνης ο Κρούσος αλωνιστική μηχανή και τα πράγματα έγιναν ευκολώτερα αλλά χάσαμε τη μαγεία. Κουβαλούσαμε τις θυμωνιές μας στο χωράφι που ήταν η αλωνιστική μηχανή και εκεί περιμέναμε τη σειρά μας να αλωνίσουμε. Αυτό σήμαινε αναμονή τουλάχιστον δυό ημερόνυχτα. Κανείς λοιπόν δεν το κούναγε από κεί γιατί φοβόμαστε ο ένας τον ΄ άλλον για κλοπή. Όσο και να αγαπιόμαστε υπήρχε λόγω φτώχειας η υποψία. Ένας μακρυνός συγγενής της μάνας μου ξενύχταγε μαζί με τη γυναίκα του όχι μακριά από το δικό μας κονάκι. Εκείνο το αλησμόνητο βράδυ η θειά τούπε πάω στο χωριό να αναπιάσω προζύμι να μαγειρέψω για τα παιδιά και αν νετάρω νωρίς θα γυρίσω. Ο μπάρμπας έγειρε για ύπνο και καθώς η θειά δεν γύρισε κατά τα μεσάνυχτα το πειραχτήριο της παρέας τρυπώνει πισώπλατα στον μπάρμπα όπως κοιμότανε στο πλάι και τον χουφτώνει καταλαβαίνετε που. Και δός του καμάρια συνταορίστηκε  ο κακομοίρης.  Κάποια στιγμή γύρισε πλευρό αναζητώντας την ικανοποίηση τού οίστρου του και βρέθηκε κατάφατσα με τον διάολο ο οποίος ήταν και ανηψιός του. Πως να αναπαραστήσω τα επακόλουθα? << Ορέ παλιόμουλε, ορέ το αποκείνο της μάνας σου ορέ θα σου κάμω έτσι κι αλοιώς τις αδερφάδες και λοιπά που κι αυτά δεν λέγονται. Μεγάλη χοντράδα βέβαια αλλά και τα γέλια τα ακούω ακόμη.

Τρίτη 26 Ιανουαρίου 2016

Περίεργα Μπαλόνια


Αμέσως σχεδόν  μετά το σεισμό του 1953 ήλθε στο χωριό μας όπως σε όλα τα χωριά στρατός για να βοηθήσει στον καθαρισμό των επικίνδυνων ερειπίων και στο στήσιμο των ξύλινων πρόχειρων σπιτιών μας πριν μας βρεί ο χειμώνας. Μαζί με αυτούς ήλθαν και ομάδες εθελοντών από την Ευρώπη. Νέοι από την Αγγλία την Γαλλία και αλλού άνδρες και γυναίκες όλοι τους υπέροχοι. Έστησαν και αυτοί τις σκηνές τους  σε διπλανό χωράφι από τις σκηνές των στρατιωτών. Έδιναν τρομερή ζωντάνια στο χωριό και γέμιζε το καφενείο του πατέρα μου λεβέντες φανταράκια και πανέμορφες ακτιβίστριες. Ανάμεσα στις Γαλλίδες ήταν μία που γνώριζε τέλεια Ελληνικά. Την λέγανε Υβόννη και οι Νέοι του χωριού την είχαν ερωτευτεί. Πρώτος και καλύτερος ο αδελφός μου που νομίζω δεν την ξεπέρασε ποτέ μιά και ήταν το πρώτο του σκίρτημα. Την Υβόννη την εντυπωσίαζε ότι μέσα στην τόση φτώχεια οι γυναίκες γεννούσαν τόσα παιδιά. Αποφάσισε λοιπόν να τις καλέσει στην κατασκήνωσή τους και να τις μάθει δυό πράγματα περί αντισύλληψης. Τους έδωσε και κάμποσα κουτιά προφυλακτικά και τις οδήγησε πώς να τα χρησιμοποιούν. Κάποιες δεν τόλμησαν ποτέ να τα παρουσιάσουν στούς άνδρες τους από φόβο μην φάνε κάνα χέρι ξύλο. Η μάνα μου κάλεσε μια γειτόνισα της έδωσε ένα κουτί και τις ανάλογες οδηγίες. Το ίδιο βράδυ η καημενούλα προσπάθησε να περάσει το μήνυμα στον άνδρα της με καλοπιάσματα και παρακάλια.<< Ωρέ Κωσταντή μου έχουμε γεμίσει τις τρύπες με θυγατέρες. Τι θα τις κάμουμε. Φτωχοί ανθρώποι είμαστε. Πρέπει να σταματήσουμε να κάνουμε παιδιά>>. Οι φωνές από την αντίδραση του Κωσταντή ακούστηκαν σέ  όλη τη γειτονιά. << Και τι να κάμω ωρή. Να τον κόψω να τον πετάξω στη γουρούνα να τόνε φάει?>> << Βρε άντρα μου δεν είπα τέτοιο πράμα. Θεός φυλάξει. Το και το μπορούμε να κάνουμε>>. Φαίνεται πώς τον κατάφερε να δοκιμάσει. Ποιός είδε τον Θεό και δεν φοβήθηκε.   Σίγουρα την ξυλοφόρτωσε την κακομοίρα και άνοιξε την πόρτα και τά  πέταξε στο δρόμο.Όταν τα βρήκαμε εμείς τα παιδιά το πρωί πηγαίνοντας σχολείο, νομίζοντας  πως είναι μπαλόνια τα μαζέψαμε με χαρά και το απόγευμα ανεβήκαμε στο καφενείο του γούτου, τα φουσκώναμε και τα αμολάγαμε στα ύψη, κατάπληκτοι που όσο και να τα φουσκώναμε δεν έσπαζαν με τίποτα. Ευτυχώς μας πήρε χαμπάρι ένα φανταράκι και μας εξήγησε περί τίνος πρόκειται και μας τα ζήτησε. Ένας μάγκας της παρέας του είπε << Θα τα φυλάξω για όταν μεγαλώσω. Εκτός αν θέλεις να τα αγοράσεις>>. Πρός μεγάλη χαρά όλων μας τα πλήρωσε το φανταράκι όχι γιατί τα ήθελε νομίζω, αλλά για να πάψουμε εμείς να τα φουσκώνουμε. Έτσι τα περίεργα μπαλόνια μας μετετράπηκαν σε νόστιμα στραγάλια και σοκολάτες.

Πέμπτη 21 Ιανουαρίου 2016

Προσοχή στά μπαρμπαρόσυκκα


Στο σπίτι μας ψηλά στο κτήμα υπήρχαν πολλές μπαρμπαροσυκιές. Έκαναν τα νοστιμότερα μπαρμπαρόσυκα. Φραγκόσυκα για τους μη Κεφαλονίτες. Στο τέλος Αυγούστου ήταν στην καλύτερή τους. Ώριμα μα σφικτά και πολύ αρωματικά. Όποιος ήθελε έτρωγε και έπαιρνε και μαζί του. << Μπάτε φάτε>> έλεγε ο πατέρας μου. Μια μέρα ήλθε και ένας αδελφός του Νόνου μου ο μπάρμπα Βαίτσης. Γέμισε έναν σύκλο ( κουβά) και του άλαξε τα Φώτα. Ύστερα άραξε κάτου από την ελιά και αποκοιμήθηκε. Μα μετά από μισή ώρα τον ακούμε να ουρλιάζει. Φωνές για βοήθεια. Τρέξαμε εμείς και όλη η γειτονιά να δούμε τι τον έβρικε και σκούζει. << Ω μάνα μου ο κώλος μου. Ω θα σκάσω>> φώναζε. << Ωρές τσίμπλωσε ο κώλος του από τα πολλά μπαρμπαρόσυκα . Πόσα επεριδρόμιασε ο Χριστιανός. Θα άδειασε όλο το σύκλο>>. Μούσκεμα στον ιδρώτα ο Βαίτσης κίτρινος σαν λεμόνι λέγαμε πως θα πεθάνει. << Σφίξου μπάρμπα >>  τούλεγε ο πατέρας μου. << Κουράγιο μπάρμπα Διονύση . Σφίξου. Πές πώς γεννάς παιδί>> τούλεγαν οι γυναίκες οι οποίες όσο και να τον συμπονούσαν έσκαγαν και στα γέλια. << Ω μάνα ο κώλος μου>>, ούρλιαζε ο κακομοίρης. Τέλος πάντων πάντα υπάρχει και κάποιος ψύχραιμος που σώζει καταστάσεις.  Έτρεξε η μάνα μου στην κουζίνα μας έφερε ένα κουταλάκι του γλυκού και λάδι.  Ο πατέρας μου έβαλε όσο λάδι μπόρεσε στον κώλο του μπάρμπα του και σιγά σιγά με το κουταλάκι τον ξετσίμπλωσε τον κακομοίρη. Πόναγε ο μαγκούφης αλλά αν αργούσε λίγο ακόμα ο πατέρας μου θα έσκαγε. Με το που βγήκαν οι πρώτοι κοπρόλιθοι μας ρίχνει ο μπάρμπας ένα χέσιμο ξεγυρισμένο. Δεν θα ξεχάσω ποτέ αυτό το κάζο. Είναι περιτό να σας πώ πώς δεν ξανάφαγα ποτέ μου μπαρμπαρόσυκα.

Δευτέρα 18 Ιανουαρίου 2016

Κουμπαριές της κακιάς ώρας


Μπήκα στον πειρασμό να αναφερθώ και σε έναν ακόμη Γάμο γραφικό ο οποίος ετελέσθη το 1927.
Ένας από τους περίεργους του χωριού ήταν και ένας νέος άνδρας που το παρατσούκλι του από μόνο του λέει πολλά. Χάνος. Η μάνα του Χάνου όπως όλες οι μανάδες του κόσμου, δεν έβλεπε τα χουζούρια του γιού της. Ίσα ίσα τον θεωρούσε μεγάλο κελεπούρι. Ήθελε λοιπόν να τον παντρέψει με μιά καλή κοπέλα για να της κάνει και εγγόνια. Αφενός γιατί δεν έβλεπε τίποτα παράξενο στο παιδί της και αφετέρου μάλλον ήλπιζε πως ο Γάμος θεραπεύει πάσαν νόσον και πάσαν μαλακίαν. Έλα όμως που καμιά κοπέλα του χωριού δεν τον ήθελε. Έτρωγε λοιπόν τα λυσακά της. Έβαλε λυτούς και δεμένους προξενητάδες να ψάξουν στα χωριά της Κεφαλονιάς να βρούν Νύφη. Πράγματι κουβάλησαν μιά κοπέλα με προσόντα ανάλογα του Χάνου και στο άψε σβήσε κανονίστηκε και ο Γάμος πριν πάρει χαμπάρι πολλά πράγματα η κοπέλα με το λιγοστό μυαλό που διέθετε. Την εποχή εκείνη στεφάνωναν πολλοί κουμπάροι . Δέκα, δώδεκα, και είκοσι αρκεί να είναι ζυγός αριθμός. Αυτό ήταν χαράς Ευαγγέλια για τον παππά γιατί όλοι έβαζαν φακκελάκι.Τον Χάνο όμως δεν τον ήθελε κανείς για κουμπάρο. Τελικά ο πατέρας μου που δεν περιφρονούσε ποτέ άνθρωπο δέχθηκε να τον στεφανώσει ως ένας και μοναδικός κουμπάρος. Στα μισά του μυστηρίου και ενώ όλα πήγαινα κατά πως πρέπει ο Χάνος από την ταραχή του χέστηκε απάνου του. Το μυστήριο δεν γινόταν να διακοπεί. Ευτυχώς φόραγε μακρυά σώβρακα με κορδόνια στους αστραγάλους και μπαλώθηκε η δουλειά εκτός βέβαια από τη βρώμα. Από τότε πολλοί ζήταγαν από τον πατέρα μου κουμπαριές. <<Δεν μου χρειάζεται >> τους έλεγε. <<Έναν κουμπάρο έκαμα στη ζωή μου και μέχεσαι. Να μου λείπει το βύσσινο>. Πάντως το ζεύγος Χάνου έζησαν καλά και μείς καλύτερα και ευτυχώς γι αυτούς δεν απέκτησαν παιδιά.

Τετάρτη 13 Ιανουαρίου 2016

Στη μάνα μου


Σε βλέπω στο πορτόνι της αυλής μας λυγερόκορμη με τα θεικά σου μαλλιά σε περίτεχνο κότσο, να μας μαζεύεις από τη γειτονιά για το δείπνο μας. Μας εύρισκες μονίμως απρόθυμους να αφήσουμε το παιχνίδι. Και σύ με ύφος στρατηγού μας έλεγες << στο τραπέζι το δικό μου τρώμε ψωμί μαζωμένοι>>. Ένα τραπέζι φτωχικό που το λάμπρυνε η παρουσία σου και τόκανε Βασιλικό. Ένα τραπέζι που συχνά στη δική σου θέση δεν υπήρχε πιάτο. << Παραξεκουτάλεψα  η λιχούτσα παιδάκια μου και μου κόπηκε η όρεξη>> μας έλεγες. Μα εγώ που ήμουνα το στερνοπούλι σου κι όλο  σε ακλούθαγα κι όλο σε γυρόφερνα σε έβλεπα πολλές φορές να μαζεύεις ότι έμενε στα δικά μας πιάτα και  να δειπνάς . Ήσουν μια μάνα βασανισμένη όπως όλες  τις μανάδες της γενιάς σου. Φτωχές που χάριν των παιδιών τους ποτέ δεν χόρτασαν τη δική τους πείνα αλλά μανάδες Υπερήφανες και μοναδικές. Είθε να είστε όλες δίπλα στον Μεγαλοδύναμο όπως σας αρμόζει. Ποτέ μάνα μου δεν θα σε ξεχάσω. Και αν τα γεράματα μου κλέψουν τη μνήμη, από την καρδιά μου όσο κτυπάει δεν θα φύγεις ποτέ.

Κυριακάτικες Βόλτες


Οι κοπέλες του χωριού μας όλες σχεδόν ακολουθούσαν τον πατέρα τους στα χωράφια και δούλευαν σκληρά. Ακόμη και τσαπί στα αμπέλια. Τα χέρια τους ροζιασμένα και τρυπημένα από γαιδουράγκαθα μα όμορφες , ροδοκκόκινες, μεστές και γερές. Όλες με υπέροχες πλεξούδες και καλοστημένους κότσους. Τις Κυριακές και τις γιορτές με τα όμορφα φουστανάκια τους πλυμένες ολόδροσες πηγαίνανε στην εκκλησία όχι μόνο από ευλάβεια αλλά γιατί εκκλησιάζονταν και τα παλικάρια. Από τον γυναικονύτη παίζονταν πολλά. Ματιές βέβαια αλλά τί ματιές. Καυτές. Στην απογευματινή Κυριακάτικη βόλτα πιάνονταν αγκαζέ τουλάχιστον τριάντα από δαύτες και έκλειναν όλο το δρόμο. Από αντίθετη αφετηρία ξεκίναγαν άλλα τόσα αγόρια και μοιραίως κάπου συναπαντιόντουσαν εκείνες χαμήλωναν τάχαμου τάχαμου τα μάτια αλλά πολλά νταραβέρια παίζονταν στίς Κυριακάτικες βόλτες που σύντομα κατέληγαν στο στεφάνι.  Καμιά φορά σπάνια δηλαδή που πέρναγε κανένα αυτοκίνητο για Δειλινάτα για να περάσει έσπαγαν οι κοπέλες την αγκαζαδούρα τους και πήγαιναν μισές δεξιά μισές αριστερά. Οι σωφέρηδες πάντως δεν παραπονιόνταν ποτέ και καθόλου μα καθόλου δεν βιάζονταν να περάσουν.